ὁμᾷ

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμᾷ Medium diacritics: ὁμᾷ Low diacritics: ομά Capitals: ΟΜΑ
Transliteration A: homā̂i Transliteration B: homa Transliteration C: oma Beta Code: o(ma=|

English (LSJ)

Adv., Dor. for ὁμῆ (-ῇ), Hymn.Is.138, IG12(3).320.5 (Thera), Hsch.; Aeol. ὄ[μ]α IG12(2).526b31 (Eresos); ὔμα, ib.29.10,32.11.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμᾷ: Ἐπίρρ., Δωρ. ἀντὶ ὁμῇ, Böckh διάφ. γραφ. παρὰ Πινδ. Ο. 3. 237, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 48. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 158.

Greek Monolingual

ὁμῆ και ὁμῇ και αιολ. τ. ὕμοι και δωρ. τ. ὁμᾷ και ὄμα και αιολ. τ. ὔμα (Α) ομός
επίρρ. ομού, μαζί.