ἐγκαταχωρίζω

Revision as of 08:48, 23 September 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

situate, position, dispose, place in:—Pass., ῥυθμοὶ ἐγκατακεχωρισμένοι ἀδήλως D.H.Dem.50 (cf. ἐγκατατάσσω).

Spanish (DGE)

introducir, intercalar en v. pas. μέτρα καὶ ῥυθμοὶ ... ἐγκατακεχωρισμένοι ἀδήλως versos y ritmos introducidos de forma imperceptible en la prosa, D.H.Dem.50.6
fig. c. εἰς y ac. incluir en en v. pas. (τίνα) ἐγκαταχωρισθῆναι εἰς τὴν δικαιοῦσαν κλῆσιν τῇ προθέσει τοῦ θεοῦ Origenes Comm.in Rom.1.65 (p.211).

German (Pape)

[Seite 706] einstellen, -setzen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαταχωρίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, καταχωρίζω ἔν τινι, Ὠριγέν. Φιλοκ. 25. σ. 92.