ἀποκρυσταλλοῦμαι

Revision as of 09:01, 23 September 2024 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=(Α ἀποκρυσταλλοῦμαι, ἀποκρυσταλλόομαι)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> μεταβάλλω κάτι...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἀποκρυσταλλοῦμαι, ἀποκρυσταλλόομαι)
νεοελλ.
1. μεταβάλλω κάτι σε κρύσταλλο, του δίνω κρυσταλλική μορφή
2. μορφώνω σαφή και οριστική γνώμη για κάτι
(αρχ., -ούμαι)
κρυσταλλιάζω, παγώνω.