(Α ἀποκρυσταλλοῦμαι, ἀποκρυσταλλόομαι)νεοελλ.1. μεταβάλλω κάτι σε κρύσταλλο, του δίνω κρυσταλλική μορφή2. μορφώνω σαφή και οριστική γνώμη για κάτι(αρχ., -ούμαι)κρυσταλλιάζω, παγώνω.