πληρεξούσιος

Revision as of 09:06, 26 September 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. το αρσ. ως ουσ. ο πληρεξούσιος
αυτός που ενεργεί κατά πληρεξουσιότητα
2. το ουδ. ως ουσ.
το πληρεξούσιο
το έγγραφο με το οποίο παρέχεται πληρεξουσιότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλήρης + εξουσία (πρβλ. αυτεξούσιος)].