αυτεξούσιος

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115

Greek Monolingual

-α, -ο (AM αὐτεξούσιος, -ον και -ος, -α, -ον) εξουσία
1. ελεύθερος, ανεξάρτητος, αυτός που δεν υπάγεται στην εξουσία άλλου
2. το ουδ. ως ουσ. ελευθερία εκλογής
νεοελλ.
1. όποιος δεν υπόκειται σε περιορισμό ή απαγόρευση αλλά ασκεί ελεύθερα τα πολιτικά και ατομικά του δικαιώματα
2. κραταιός, ισχυρός
αρχ.-μσν.
επίρρ. αὐτεξουσίως·1. με προσωπική εξουσία, χωρίς τη βοήθεια άλλου
2. αυθαίρετα
μσν.
1. ελεύθερος από πατρική κηδεμονία
2. ηθικά υπεύθυνος, με συναίσθηση των πράξεών του
αρχ.
1. απόλυτοςαὐτεξούσιος βασιλεία, ἀρχή κ.λπ.»)
2. (για ομήρους) αυτός που απολύθηκε άνευ όρων.