ἐλαιοθέσιον
English (LSJ)
τό,
1 oiling room in the palaestra, Lat. elaeothesium, Vitr. 5.11.2. = ἐλαιοθεσία (provision of oil), SIG 900.18 (Zeus Panam.).
2 storehouse for oil, IStratonikeia 310.18 (IV d.C.), cf. Lindos 465e.14 (II d.C.), ICPisidia.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Grafía: graf. ἐλεοθέσιον ICPisidia 117.25 (III d.C.)
1 sala de fricciones de aceite en las palestras, Vitr.5.11.2.
2 suministro, abastecimiento de aceite para el gimnasio τὰ ἐλαιοθέσια παρέσχον τοῖς πολείταις καὶ ξένοις IStratonikeia 310.18 (IV d.C.), cf. Lindos 465e.14 (II d.C.), ICPisidia l.c.
German (Pape)
[Seite 788] τό, das Salbzimmer in der Ringschule u. im Bade, Vitruv. 5, 11, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαιοθέσιον: τό, τὸ δωμάτιον ἐν τοῖς βαλανείοις ἐν ᾧ ἐχρίοντο δι’ ἐλαίου, Βιτρούβ. 5. 11, 2.
Greek Monolingual
ἐλαιοθέσιον, το (Α)
δωμάτιο στις παλαίστρες και τα βαλανεία, όπου έχριαν τα σώματα με λάδι.