πιτυρώδης

Revision as of 12:36, 13 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " )" to ")")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

πιτυρῶδες,
A bran-like, Thphr. CP 1.5.4, Gal.6.483; ὑποστάσιες π., of sediment in urine, Hp.Prog.12.
2 scurfy, Id.Aph.4.77, Coac.570.

German (Pape)

[Seite 622] ες, 1) kleienartig. – 2) schorfartig, sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

πῐτῡρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς πίτυρα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 5, 4· ἄρτοι π. Γαλην. 2) πάσχων ἐκ πιτυριάσεως, Ἱππ. Ἀφ. 1252, τλ. 3) πρβλ. πίτυρον 3.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α πίτυρον
1. ο ὁμοιος με πίτυρα, πιτυροειδής
2. αυτός που περιέχει πίτυρα, πιτυρούχος
3. (για τα ούρα) αυτός που έχει τη μορφή πιτύρου («κρημνώδεες δὲ ἐν τοῖσι οὔρεσιν αἱ ὑποστάσιες... τουτέων δ' ἔτι κακίους εἰσὶν αἱ πιτυρώδεες», Ιπποκρ.)
4. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από πιτυρίαση
5. το αρσ. ως ουσ.πιτυρώδης
ο πιτυρούχος άρτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πιτυρώδης -ες [πίτυρον] lijkend op zemelen:. πιτυρώδες (sc. ὑποστάσιες) zemelachtige urinebezinksels Hp. Prog. 12.