πιτυρίαση
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
η / πιτυρίασις, -άσεως, ΝΑ
ιατρ. δερματοπάθεια που χαρακτηρίζεται από λεπτή απολέπιση και εκδηλώνεται με την παραγωγή ξηρών ή λιπαρών λεπίων του τριχωτού του δέρματος, που συχνά συνοδεύεται από κνησμό
νεοελλ.
1. (κτην.) ζωονόσος που χαρακτηρίζεται από πτώση του τριχώματος και παραγωγή άφθονων υμενίων, ενώ το δέρμα διατηρεί την φυσιολογική του κατάσταση
2. φρ. α) «ποικιλόχρους πιτυρίαση»
ιατρ. επιδερμομυκητίαση, αρκετά συχνή, που χαρακτηρίζεται από ανοιχτοκίτρινες κηλίδες, οι οποίες σχηματίζουν συνήθως γεωγραφικά σχήματα στον θώρακα και στους ώμους, μπορούν όμως να εξαπλωθούν σε ολόκληρο το σώμα, και παρουσιάζουν το λεγόμενο σημείο του ροκανιδιού, κατά το οποίο ένα χτύπημα με το νύχι μπορεί να αποσπάσει ένα τμήμα της επιδερμίδας
β) «ροδόχρους πιτυρίαση του Ζίμπερ»
ιατρ. καλοήθης ερυθηματολεπιώδης δερματοπάθεια με εποχική κατανομή κυρίως άνοιξη και φθινόπωρο, που προσβάλλει νέα άτομα, η φύση της είναι άγνωστη και η εξέλιξή της κυκλική, ενώ η πρώτη βλάβη είναι μια ωοειδής ερυθηματολεπιώδης πλάκα μεγάλου μεγέθους
γ) «ερυθρά τριχώδης πιτυρίαση»
ιατρ. σπάνια κληρονομική δερματοπάθεια που χαρακτηρίζεται από στοιχεία τα οποία σχηματίζονται από κόκκινες κερατινοποιημένες βλατίδες του θυλάκου τών τριχών με απολέπιση και που εντοπίζονται κυρίως στη ραχιαία επιφάνεια τών δακτύλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρον + κατάλ. -ίαση / -ίασις, δηλωτική παθήσεων πιθ. < αμάρτυρο τ. πιτυρ-ιάω (πρβλ. ψωρ-ίασις< ψωρ-ιάω). Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. αγγλ., γαλλ. pityriasis].