μύξων

Revision as of 05:29, 16 October 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ωνος, ὁ, a kind of grey mullet, Mugil saliens or Mugil auratus, Arist.HA570b2, 543b15 (cf. μύξος, myxon).

German (Pape)

[Seite 218] ωνος, ὁ, = μύξινος, Arist. H. A. 6, 17. S. auch μύξος.

Russian (Dvoretsky)

μύξων: ωνος ὁ предполож. кефаль или угорь Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μύξων: -ωνος, ὁ, εἶδος ἰχθύος, = χελών, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17, 3· ἀλλὰ διακρίνεται ἀπ’ αὐτοῦ, αὐτόθι 5. 11, 3 (ἔνθα τινὰ τῶν Ἀντιγράφ. ἔχουσι σμύξων, καὶ ὁ Ἀθήν. 306F μύξος).

Greek Monolingual

μύξων, -ωνος, ὁ (Α)
είδος ψαριού, πιθ. το ψάρι μύλλος ο φαιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύξα + κατάλ. -ων. Το ψάρι ονομάστηκε έτσι λόγω της γλοιώδους υφής του (πρβλ. λατ. mungo)].