επαντλώ

Revision as of 10:33, 16 October 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἐπαντλῶ, ἐπαντλέω (Α)
1. αντλώ και χύνω πάνω σε κάτι
2. αρδεύω, ποτίζω («ἐπηντλημένη γῆ», πάπ.)
3. αδειάζω πάνω σε κάποιον ή σε κάτι, κατακλύζω («ὄχλον ὀνομάτων ἐπαντλοῦσι τῷδε τῷ θηρίω», Αιλ.)
4. γεμίζω υπερβολικά, ξεχειλίζω, κατακλύζομαι.