Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ἐπαντλῶ, ἐπαντλέω (Α)1. αντλώ και χύνω πάνω σε κάτι2. αρδεύω, ποτίζω («ἐπηντλημένη γῆ», πάπ.)3. αδειάζω πάνω σε κάποιον ή σε κάτι, κατακλύζω («ὄχλον ὀνομάτων ἐπαντλοῦσι τῷδε τῷ θηρίω», Αιλ.)4. γεμίζω υπερβολικά, ξεχειλίζω, κατακλύζομαι.