ὀφθαλμότεγκτος

Revision as of 13:01, 25 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Alc.''" to "E.''Alc.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὀφθαλμότεγκτον, welling from the eyes, πλημμυρίς E.Alc.184.

German (Pape)

[Seite 426] die Augen benetzend, u. pass. mit benetzten Augen, Eur. Alc. 182.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux yeux mouillés.
Étymologie: ὀφθαλμός, τέγγω.

Russian (Dvoretsky)

ὀφθαλμότεγκτος: увлажняющий глаза (πλημμυρίς Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀφθαλμότεγκτος: -ον, ὁ βρέχων τοὺς ὀφθαλμούς, πλημμυρὶς Εὐρ. Ἄλκ. 184.

Greek Monolingual

ὀφθαλμότεγκτος, -ον (Α)
αυτός που αναβλύζει από τους οφθαλμούς («ὀφθαλμοτέγκτῳ δεύεται πλημμυρίδι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφθαλμός + τεγκτός (< τέγγω «υγραίνω, μουσκεύω»)].

Greek Monotonic

ὀφθαλμότεγκτος: -ον (τέγγω), αυτός που υγραίνει τα μάτια, σε Ευρ.

Middle Liddell

ὀφθαλμό-τεγκτος, ον, τέγγω
wetting the eyes, Eur.

English (Woodhouse)

bedewing the eyes