πενθήμων
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 555] ονος, klagenvoll, δόξαι, Aesch. Ag. 409.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
douloureux, lugubre.
Étymologie: πένθος.
Russian (Dvoretsky)
πενθήμων: 2, gen. ονος печальный, скорбный (δόξαι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
πενθήμων: -ον, πένθιμος Αἰσχύλ. Ἀγ. 420, Χριστοδ. Ἔκφρ. 148.
Greek Monolingual
-ονος, ὁ, Α
αυτός που πενθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + κατάλ. -ήμων (πρβλ. αιδήμων, ειδήμων)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πενθήμων -ον, gen. -ονος [πενθέω] verdrietig.