σημαντήριον

Revision as of 22:08, 29 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

τό,
A mark or seal upon anything to be kept, A.Ag.609; dub. sens. in S.Fr.432.9.
II place for coining money, mint, Harp. s.v. ἀργυροκοπεῖον.

German (Pape)

[Seite 874] τό, Zeichen, Siegel, mit dem man aufzubewahrende Sachen versieht, Aesch. Ag. 595; bes. Stempel, Münzstempel; dah. auch der Ort zum Prägen der Münze; Harpocr. v. ἀργυροκοπεῖον sagt ὃ νῦν σημαντήριόν τινες καλοῦσιν.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sceau, cachet.
Étymologie: σημαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σημαντήριον, -ου, τό [σημαίνω] zegel.

Russian (Dvoretsky)

σημαντήριον: τό печать Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

σημαντήριον: τό, σημεῖον ἢ σφραγὶς ἐπὶ πράγματος, ὅπερ δέον νὰ τηρηθῇ ἄθικτον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 609· ἀμφίβολον ἔχει σημασίαν παρὰ Σοφ. ἐν Ἀποσπ. 379. ΙΙ. τόπος ἔνθα κόπτονται ἢ ἐκτυποῦνται νομίσματα, νομισματοκοπεῖον, παρ’ Ἁρποκρ.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ
βλ. σημαντήρι.

Greek Monotonic

σημαντήριον: τό, σημάδι ή σφραγίδα που ετίθετο σε οτιδήποτε έπρεπε να μείνει άθικτο, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

σημαντήριον, ου, τό,
a mark or seal upon anything to be kept, Aesch.

English (Woodhouse)

impression of a seal