τρίμοιρος

Revision as of 22:11, 29 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

τρίμοιρον, threefold, triple, χλαῖνα A.Ag.872; three parts to one, Antyll. ap. Orib.10.13.13.

German (Pape)

[Seite 1144] dreitheilig, dreifach, χλαῖνα, Aesch. Ag. 846.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
triple.
Étymologie: τρεῖς, μοῖρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίμοιρος -ον [τρι -, μοῖρα] driedelig, drievoudig.

Russian (Dvoretsky)

τρίμοιρος: (ρῐ) тройной (χλαῖνα Aesch.).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αποτελείται από τρία μέρη, τριπλός («τρίμοιρον χλαῖναν ἐξηύχει λαβών», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. δίμοιρος].

Greek Monotonic

τρίμοιρος: -ον (μοῖρα), τριπλός, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

τρίμοιρος: -ον, τριπλοῦς, τρίμοιρον χλαῖναν ἐξηύχει λαβὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 872.

Middle Liddell

τρί-μοιρος, ον, μοῖρα
threefold, triple, Aesch.

English (Woodhouse)

three fold