τριπλός

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό / τριπλοῦς, -ῆ, -oῡv, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τριπλούς, -ή, -ούν, Ν, και τριπλόος, -η, -ον, Α
αυτός που αποτελείται από τρία μέρη ή αυτός που επαναλαμβάνεται τρεις φορές (α. «τριπλό χτύπημα» β. «ξένοι ποτὲ λησταί φονεύουσ' ἐν τριπλαῖς ἁμαξιτοῖς», Σοφ.
γ. «καλλίνικοςτριπλόος» — ο επινίκιος ὕμνος, που επαναλαμβανόταν τρεις φορές, Πίνδ.)
νεοελλ.
1. τριπλάσιος («έχει τριπλό ύψος»)
2. το θηλ. ως ουσ. η τριπλή
μουσ. σύμβολο της σύγχρονης παρασημαντικής της βυζαντινής μουσικής
3. φρ. α) «άλμα τριπλούν» ή, απλώς, «το τριπλούν»
(αθλ.) αγώνισμα κατά το οποίο ο αθλητής κάνει τρία διαδοχικά άλματα σε μήκος
β) «τριπλό σημείο»
φυσ. σημείο το οποίο, σε ένα διάγραμμα φάσεων, αντιπροσωπεύει την ισορροπία τών τριών φάσεων του ίδιου σώματος, δηλαδή της στερεάς, της υγράς και της αέριας
γ) «τριπλός δεσμός»
χημ. ομοιοπολικός δεσμός ανάμεσα σε δύο άτομα τα οποία μοιράζονται τρία ζεύγη ηλεκτρονίων
δ) «εις τριπλούν» — σε τρία αντίτυπα
ε) «Τριπλή Συμμαχία» — συμμαχία που είχαν συνάψει μετά από το Συνέδριο του Βερολίνου του 1879 η Γερμανία, η Αυστροουγγαρία και αργότερα η Ιταλία για την αντιμετώπιση της γαλλικής και ρωσικής πολιτικής
στ) «Τριπλή Αντάντ» ή «Τριπλή Συνεννόηση» — οι συμφωνίες που είχαν υπογράψει μετά το 1892 η Γαλλία, η Βρετανία και αργότερα η Ρωσία για την αντιμετώπιση της Τριπλής Συμμαχίας και οι οποίες απέκτησαν χαρακτήρα επίσημης συμμαχίας μετά την έκρηξη του Α' Παγκόσμιου πολέμου το 1914
αρχ.
1. (η δοτ. εν. του θηλ. ως επίρρ.) τριπλῇ
σε τριπλάσια ποσότητα
2. φρ. α) «τριπλοῦν ζεῡγος» — ομάδα τριών προσώπων, Ευρ.
β) «ὄνομα τριπλοῦν» — λέξη με τρία συνθετικά (Αριστοτ.).
επίρρ...
τριπλώς / τριπλῶς ΝΜΑ, και τριπλά Ν
σε τριπλάσια ποσότητα ή σε τριπλάσιο μέγεθος ή με τριπλή επανάληψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πλός].