μετιχνιώμαι
Greek Monolingual
μετιχνιῶμαι, μετιχνιάομαι (Μ)
βαδίζω στα ίχνη κάποιου, ακολουθώ, παρακολουθώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -ιχνιῶμαι (< ἴχνος)].
μετιχνιῶμαι, μετιχνιάομαι (Μ)
βαδίζω στα ίχνη κάποιου, ακολουθώ, παρακολουθώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -ιχνιῶμαι (< ἴχνος)].