ἀλειτήριος
Spanish (DGE)
-ον
impío, maldito, enemigo del estado Ὀλύνθιοι αἰχμάλωτοι D.19.197, de los partidarios de Filipo, D.19.226, referido a Demóstenes τὸν τῆς Ἑλλάδος ἀλειτήριον στεφανοῦν Aeschin.3.157, cf. Din.1.77, κοινὸν ἀλειτήριον τῶν ... ἀπολωλότων ἁπάντων D.18.159, cf. ἀλιτήριος.
• Etimología: Probablemente *H2leit-, cf. aaa. leid, an. leiþr; cf. ἀλιτρός, ἀλιταίνω, ἀλοιτός, con otros vocalismos.
Translations
accursed
Bulgarian: проклет; Esperanto: malbenita; Finnish: kirottu, mokoma; French: fichu, satanée, détestable; Greek: καταραμένος, επάρατος; Ancient Greek: ἁγής, ἅγιος, ἀλειτήριος, ἀλιτήριος, ἀνόσιος, ἀραῖος, ἐναγής, ἐξάγιστος, ἐπάρατος, κατάρατος, κατηραμένος, πρόστροπος; Irish: mallachtach; Portuguese: maldito; Romanian: blestemat, afurisit