επάρατος
From LSJ
σοφώτατον χρόνος· ἀνευρίσκει γὰρ πάντα → time is the wisest of all things that are; for it brings everything to light
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐπάρατος, -ον)
νεοελλ.
απαίσιος, φοβερός, μισητός
(«η επάρατη κατοχή»)
αρχ.-μσν.
επικατάρατος, καταραμένος, βεβαρημένος με αρά, με κατάρα («ἐπάρατον ἐποιήσαντο», Θουκ.
«τοὺς ἀμελήσαντας ἐπαράτους τῷ Διί... εἶναι», Δίων Κάσσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άρατος (< αρώμαι «προσεύχομαι, παρακαλώ»)].