θανατόεις

Revision as of 07:32, 13 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S. ''Ant.''" to "S.''Ant.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

θανατόεσσα, θανατόεν, deadly, ἁμαρτήματα S.Ant.1262 (lyr.); μόρος E.IA1288 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1186] εσσα, εν, = θανάσιμος; ἁμαρτήματα Soph. Ant. 1248; πόρος, der Todespfad, Eur. I. A. 1273.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
c. θανάσιμος.
Étymologie: θάνατος.

Russian (Dvoretsky)

θᾰνᾰτόεις: όεσσα, όεν, gen. εντος
1 смертельный, причиняющий смерть (ἁμαρτήματα Soph.);
2 смертный, роковой (μόρος Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

θᾰνᾰτόεις: εσσα, εν, θανάσιμος, ἁμαρτήματα Σοφ. Ἀντ. 1262· μόρος Εὐρ. Ι. Α. 1289.

Greek Monolingual

θανατόεις, -εσσα, -εν (Α)
ο θανάσιμος («θανατόεντα ἁμαρτήματα», Σοφ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + επίθημα –όεις (πρβλ. βρυόεις, δρυόεις, ζακρυόεις)].

Greek Monotonic

θᾰνᾰτόεις: -εσσα, -εν, θανάσιμος, σε Σοφ., Ευρ.

Middle Liddell

θᾰνᾰτόεις, εσσα, εν
deadly, Soph., Eur. [from θάνᾰτος]