Σάμιος

Revision as of 15:15, 15 November 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

Σαμία, Σάμιον, from Samos (Σάμος).

French (Bailly abrégé)

Σαμία, Σάμιον :
de Samos ; ὁ Σάμιος habitant de Samos, Samien ; ἡ Σαμία (γῆ) territoire de Samos.
Étymologie: Σάμος.

Russian (Dvoretsky)

Σάμιος: (ᾰ) самосский Her., Thuc., Xen.
IIуроженец Самоса или житель Самоса Her. etc.
IIIСамий (спартанский наварх) Xen.

Greek Monolingual

-α, -ο / Σάμιος, Σαμία, Σάμιον, ΝΜΑ Σάμος
1. ο κάτοικος της Σάμου ή αυτός που προέρχεται από την Σάμο
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Σάμο, σαμιακός
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ. ἡ Σαμία
(ενν. γῆ) η νήσος Σάμος
2. το αρσ. ως ουσ.Σάμιος
προσωνυμία του Ποσειδώνος σε πόλη της Τριφιλίας
3. φρ. «Σάμιος ἀστήρ» — είδος αργίλου με θεραπευτικές ιδιότητες.