κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
-ή, -ό / σαμιακός, -ή, -όν, ΝΑ Σάμος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην νήσο Σάμο ή αυτός που προέρχεται από την Σάμο, ο σαμιώτικος («σαμιακό κρασί»)
νεοελλ.
φρ. «Σαμιακός Κώδιξ»
(νομ.) ο αστικός κώδικας που ίσχυε στην Σάμο από το 1899 μέχρι το 1946.