συμβοηθέω

Revision as of 13:41, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

render joint aid, join in assisting, τῇ Λακεδαίμονι X.Ages.1.38; ἐφ' ἡμᾶς Ar.Lys.247; ἐς Ἄργος Th.3.105: abs., Id.2.80,81, Sammelb.159.6, etc.

German (Pape)

[Seite 978] mit beistehen, zugleich zu Hülfe kommen; Ar. Lys. 247; Thuc. 2, 80. 3, 105 u. öfter; Xen. An. 7, 8, 15 u. Folgde, wie Pol. 4, 69, 4.

French (Bailly abrégé)

συμβοηθῶ :
porter ensemble du secours : τινι ou ἔς τινα à qqn.
Étymologie: σύν, βοηθέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-βοηθέω, Att. ξυμβοηθέω samen te hulp komen, mede te hulp komen:. ἐφ’ ἡμᾶς tegen ons Aristoph. Lys. 247.

Russian (Dvoretsky)

συμβοηθέω: одновременно или вместе приходить на помощь, оказывать помощь (τινι Xen., ἐπί τινα Arph. и εἴς τινα Thuc.): διὰ τὸ μήπω ξυμβεβοηθηκέναι Thuc. так как помощь еще не подоспела.

Greek Monotonic

συμβοηθέω: μέλ. -ήσω, βοηθώ από κοινού, συμμετέχω στην παροχή βοήθειας, σε Θουκ., Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συμβοηθέω: βοηθῶ ὁμοῦ, ὡς καὶ νῦν, παρέχω τινὶ βοήθειαν, γίνομαι συμβοηθὸς αὐτοῦ ἢ βοηθῶ ὁμοῦ, μετὰ δοτ., συνεβοήθησαν τῇ Λακεδαίμονι Ξεν. Ἀγησ. 1, 38· ἐπί τινας Ἀριστοφ. Λυσ. 247· οἱ δὲ Ἀκαρνᾶνες οἱ μὲν ἐς Ἄργος ξυνεβοήθουν Θουκ. 3, 105· ἀπολ., ὁ αὐτ. 2. 80, 81, κλπ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to render joint aid, join in assisting, Thuc., Xen.

Lexicon Thucydideum

ad auxilium ferendum convenire, to assemble to bring help, 2.80.1, 2.81.1, 2.81.8, 2.83.1. 3.7.5, 3.94.105, 3.2.1. 4.76.4, 7.25.9, 7.30.3. 7.56.3.