συγκοινόομαι

Revision as of 13:50, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Med.,
A communicate, impart, τινί τι Th.8.75 (v.l. -νωνήσαντο).
2 in Pass., to be fastened firmly to, c. dat., Hero Aut.13.9:—Pass. also, -ωμένα let in, sunk, Id.Bel.76.6.

German (Pape)

[Seite 968] dep. med., mitteilen, ξυνεκοινώσαντο τὰ ἀποβησόμενα τοῖς Σαμίοις, Thuc. 8, 75.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
faire part de, communiquer : τί τινι qch à qqn.
Étymologie: σύγκοινος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-κοινόομαι, Att. ook ξυγκοινόομαι delen (met), verbinden (met), met acc. en dat.. τὰ ἀποβησόμενα ἐκ τῶν κινδυνων ξυνεκοινώσαντο οἱ στρατιῶται τοῖς Σαμίοις de soldaten verbonden hun lot wat betreft de toekomstige afloop van het gevaar aan dat van de Samiërs Thuc. 8.75.3.

Russian (Dvoretsky)

συγκοινόομαι: сообщать (τί τινι Thuc.).

Greek Monotonic

συγκοινόομαι: μέλ. -ώσομαι, Μέσ., κοινοποιώ, κοινολογώ, ανακοινώνω, τίτινι, σε Θουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συγκοινόομαι: Μέσ., κοινοποιῶ, κοινολογῶ, ἀνακοινῶ τινι τι Θουκ. 8. 75.

Middle Liddell

fut. ώσομαι
Mid. to communicate, impart, τί τινι Thuc.

Lexicon Thucydideum

consociare, to unite, 8.75.3.