ἀκαμψία

Revision as of 09:35, 19 November 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ, inflexibility, Arist.PA654a24.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ rigidez ἀκανθῶν Arist.PA 654a24.

German (Pape)

ἡ, Unbiegsamkeit, φωνῆς Arist. gen.an. 5.7.

Russian (Dvoretsky)

ἀκαμψία:негибкость (τῆς φωνῆς Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαμψία: ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ ἀκάμπτου, Ἀριστ. περὶ Μορ. Ζ. 2. 8, 9.

Greek Monolingual

η (Α ἀκαμψία) ἄκαμπτος
(κυριολεκτικά και μεταφορικά)
η ιδιότητα του άκαμπτου, αλυγισιά, δυσκολία ή αδυναμία κάποιου να λυγίσει
«ακαμψία χειρός», «ακαμψία χαρακτήρος».

Translations