δυσεξερεύνητος

Revision as of 17:28, 21 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

δυσεξερεύνητον, hard to explore, Arist.Pol.1330b26.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de explorar, de difícil reconocimiento de ciudades cuyo recorrido es complicado ἡ ... οἰκήσεων διάθεσις ... δ. [τοῖς] ἐπιτιθεμένοις Arist.Pol.1330b26.

German (Pape)

[Seite 679] schwer auszuspüren, Arist. Polit.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à découvrir ou à explorer.
Étymologie: δυσ-, ἐξερευνάω.

Russian (Dvoretsky)

δυσεξερεύνητος: с трудом поддающийся исследованию Arst.

Greek (Liddell-Scott)

δυσεξερεύνητος: -ον, δυσκόλως ἐξερευνώμενος, Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 6.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσεξερεύνητος, -ον)
αυτός που δύσκολα εξερευνάται.

Greek Monotonic

δυσεξερεύνητος: -ον, αυτός που δύσκολα εξερευνάται, σε Αριστ.

Middle Liddell

δυσ- εξερεύνητος, ον
hard to investigate, Arist.