τολμητέον

Revision as of 10:38, 20 December 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E.''Med.''" to "E., ''Med.'' ")

English (LSJ)

one must venture, etc., τάδ' E., Med. 1051, Ion1387, cf. Com.Adesp. 18.16D.: c. inf., E.IT111: abs., ib.121, Pl.Lg.888a.

Greek (Liddell-Scott)

τολμητέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ τολμάω, δεῖ τολμᾶν, τολμητέον τάδε Εὐρ. Μήδ. 1051, Ἴων 1387· μετ’ ἀπαρεμφ., τολμητέον τοι ξεστὸν ἐν ναοῦ λαβεῖν ἄγαλμα ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 111· ἀπολ., αὐτόθι 121, Πλάτ. Νόμ. 888A. ΙΙ. τολμητέος, α, ον, ὃν δεῖ τολμᾶν, Γρηγ. Ναζ. Λόγ. 4, σ. 113D.

Greek Monotonic

τολμητέον: ρημ. επίθ. του τολμάω, αυτό που κάποιος πρέπει να τολμήσει, σε Ευρ.