εὑρεσίκακος

Revision as of 10:39, 20 December 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "E. ''Med.''" to "E., ''Med.'' ")

English (LSJ)

εὑρεσίκακον, inventive of evil, Sch.E., Med. 407.

German (Pape)

[Seite 1092] erfinderisch im Bösen, Schol. Eur. Med. 407.

Greek (Liddell-Scott)

εὑρεσίκᾰκος: -ον, ἐφευρίσκων κακόν, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 407.

Greek Monolingual

εὑρεσίκακος, -ον (ΑΜ)
εφευρετικός στο κακό, ικανός να επινοήσει κάτι κακό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρεσι- (< ευρίσκω, πρβλ. ευρεσίλογος, ευρεσιτέχνης) + κακός, σύνθετο του τ. τερψίμβροτος.