κατάρχω

Revision as of 19:24, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

English (LSJ)

   A make beginning of a thing, c.gen., τίνες κατῆρξαν . . μάχης; A.Pers.351; ὁδοῦ κατάρχειν lead the way, S.OC1019; δεινοῦ λόγου Id.Tr.1135; λόγων Χρησίμων Ar.Lys.638, cf. Pl.Prt.351e, etc.; τραυμάτων Ascl.Tact.7.1; τὸ κατάρχον αἰσθήσεως, τῆς κινήσεως, the source of perception, of motion, Gal. 5.588: rarely c. acc., begin a thing, θαυμαστόν τινα λόγον Pl.Euthd. 283b: c. part., begin doing, X.Cyr.1.4.4, 4.5.58: abs., Pl.Smp.177e, Arist.Mu.399a15.    2 θανόντα δεσπόταν γόοις κατάρξω I will lead the dirge over... E.Andr.1199 (lyr., with reference to the religious sense, infr. 11.2).    II Med., begin, like Act., c. gen., ἐχθρᾶς ἡμέρας κατάρχεται Id.Ph.540; τοῖς κατηργμένοις τῆς πορείας Pl.Phdr.256d; κ. τῆς προσβολῆς Plb.2.67.1; τοῦ λόγου Plu.2.151e: c. acc., κ. νόμον, στεναγμόν, E.Hec.685 (s. v. l.), Or.960 (both lyr.): abs., κατάρχεται μέλος is beginning, Id.HF750 (lyr.), cf. 891 (lyr.); τὸ -άρξασθαι Ael. Tact.17.    2 in religious sense, begin the sacrificial ceremonies, once in Hom., Νέστωρ Χέρνιβά τ' οὐλοχύτας τε κατήρχετο Nestor began [the sacrifice] with the washing of hands and sprinkling the barley on the victim's head, Od.3.445: abs., Hdt.4.60, 103, And.1.126; κατάρχομαι μέν, σφάγια δ' ἄλλοισιν μέλει I begin the rite, but leave the slaughter of the victim to others, E.IT40; ἐπὶ τῶν θυσιῶν κριθαῖς κ. D.H.2.25: c. gen., κατάρχεσθαι τοῦ τράγου make a beginning of the victim, i. e. consecrate him for sacrifice by cutting off the hair of his forehead, Ar.Av.959; ἐπεὶ δὲ αὐτοῦ (sc. Ἡρακλέος) πρὸς τῷ βωμῷ κατάρχοντο Hdt.2.45; πῶς δ' αὖ κατάρξῃ θυμάτων; E.Ph.573, cf.IT56, 1154; κατάρξασθαι τῶν ἱερῶν D.21.114: metaph., σκυτάλην λαβών μου κατήρξατο Luc.Somn.3, cf. Plu.Caes.66:—so later in Act., Hld.2.34, al.    b sacrifice, slay, ξίφει, φασγάνῳ κ., E.Alc.74, El.1222 (lyr.):— Pass., (sc. τῇ θεᾷ) σὸν κατῆρκται σῶμα hath been devoted, Id.Heracl. 601.    III Act., rule, govern, c. gen., Alciphr.3.44 (s.v.l.).    IV κατάρξω ὑμᾶς ἐν σκορπίοις will chastise you... LXX 3 Ki.12.24r.

German (Pape)

[Seite 1376] anfangen, beginnen, zuerst Etwas thun; τίνες κατῆρξαν μάχης Aesch. Pers. 343; ὁδοῦ κάταρχε, gehe des Wegs voran, Soph. O. C. 1023; δεινοῦ λόγου κατῆρξας Trach. 1125; λόγων κατάρχομεν τῇ πόλει ὠφελίμων Ar. Lys. 638; μάχης Eur. Suppl. 675; λόγου Plat. Prot. 351 e; absol., Conv. 177 e; τοῦ καλεῖν Xen. Hem. 2, 3, 11; c. partic., καὶ αὐτὸς οὕτω ποιῶν κατῆρχεν Cyr. 4, 5, 58; – seltner c. acc., θαυμαστὸν γάρ τινα ἀνὴρ κατῆρχε λόγον Plat. Euthyd. 283 e. – Bei Sp. auch = Herr sein, beherrschen. – Med. κατάρχομαι, anfangen, anheben; absol., τόδε κατάρχεται μέλος ἐμοὶ κλύειν φίλιον ἐν δόμοις Eur. Herc. Fur. 749, vgl. 889; Pol. 5, 49, 1; c. gen., Eur. Phoen. 543; τοῖς κατηργμένοις ἤδη τῆς ἐπ ουρανίου πορείας Plat. Phaedr. 256 d; κατήρχοντο τῆς πρὸς τὸν βουνὸν προσβολῆς Pol. 2, 67, 1. – Bes. gottesdienstlicher Ausdruck, von den Gebräuchen, mit denen beim Opfer der Anfang gemacht wurde, Νέστωρ χέρνιβά τ' οὐλοχύτας τε κατήρχετο, Nestor begann das Opfer mit Händewaschen und Aufstreuen der heiligen Gerste auf das Haupt des Opferthieres, Od. 3, 445; das Opferthier weihen, um es zu schlachten, Her. 2, 45; μὴ κατάρξῃ τοῦ τράγου Ar. Av. 960; Eur. I. T. 40. 56 u. öfter; κατάρξει θυμάτων Phoen. 576; D. Hal. 3, 35 u. a. Sp.; καὶ καθιερῶσαι Plut. Themist. 13; auch pass., ᾗ (θεᾷ) σὸν κατῆρκται σῶμα Eur. Heracl. 601; vgl. ἀπάρχω. – Dah. schlagen, tödten, τινός; Luc. Somn. 3; ἅπαντας γὰρ ἔδει κατάρξασθαι καὶ γεύσασθαι τοῦ φόνου Plut. Caes. 66. – Uebertr., θανόντα δεσπόταν γόοις κατάρξομαι, v. l. κατάρξω, beklagen, Eur. Andr. 1200.