δοτέος

Revision as of 10:45, 21 December 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl. ''R.''" to "Pl.''R.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

α, ον, (δίδωμι)
A to be given, Hdt.8.111.
II δοτέον one must give, Pl.R.452e, Alex.250, etc.; one must allow, c. inf., Luc.Abd.9.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que debe ser dado σφι ... δοτέα εἶναι χρήματα Hdt.8.111, μισθὸς ἄρα τις δ. Arist.EN 1134b7, ἀλλ' ἐκεῖνα οὐ δοτέα Str.12.3.23.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu'il faut donner.
Étymologie: adj. verb. de δίδωμι.

Russian (Dvoretsky)

δοτέος: adj. verb. к δίδωμι.

Greek (Liddell-Scott)

δοτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ δίδωμι, ὃν πρέπει νὰ δώσῃ τις, Ἡρόδ. 8. 111. ΙΙ. δοτέον, πρέπει νὰ δώσῃ τις, αὐτόθι 88, Ἄλεξ. Φιλίσκ. 1, κτλ.

Greek Monotonic

δοτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του δίδωμι·
I. αυτός που πρέπει να δοθεί, σε Ηρόδ.
II. δοτέον, πρέπει να δώσουμε, στον ίδ.

Middle Liddell

δοτέος, η, ον adj verb. adj. of δίδωμι
I. to be given, Hdt.
II. δοτέον, one must give, Hdt.