προσαγορεύω

Revision as of 19:25, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_1)

English (LSJ)

Att. aor. being προσεῖπον, fut. and pf. προσερῶ, προσείρηκα (but προσαγορεῦσαι occurs in X.Mem.3.2.1,

   A προσαγορεύσομεν Pl.Tht.147e), aor. Pass. προσερρήθην (but προσηγορεύθην A.Pr.834, Anaxil.21.4, Philem.101.6); coupled with προσείποις, προσρητέον in Pl.Tht.152d, 182d sq.:—address, greet, ἀλλήλους Hdt.1.134, 2.80; δυστυχοῦντες οὐ προσαγορευόμεθα in misfortune we are not spoken to, Th.6.16; π. τοὺς νέους δι' εὐχῆς Pl.Lg.823d; πόρρωθεν π. Thphr.Char.5.2; ἐν ταῖς ἐπιστολαῖς τοὺς φίλους π. Pl.Ep.315b.    2 c. dupl. acc., address or greet as so and so, Δίκαν δέ νιν προσαγορεύομεν βροτοί A.Ch.950 (lyr.); τὸν αὐτὸν πατέρα π. X.Cyr.8.7.14; βασιλέα π. τινά Plu.Aem.8:—Pass., ὑφ' ὧν προσηγορεύθης ἡ Διὸς δάμαρ A.Pr.834; -αγορευθεὶς αὐτοκράτωρ, Lat. imperator consalutatus, Plu.Pomp.8, etc.    3 simply, call by name, call so and so, τὸν Ἀγαμέμνονα π. ποιμένα λαῶν X.Mem.3.2.1; τί τὴν πόλιν προσαγορεύεις; Pl.R.428d, cf. Grg.474e, Sph.216c, Lycurg. 26; π. τινὰ ὀνόματι Antipho 6.40, cf. Pl.Plt.291e, Tht.147e, etc.; ὀνομαστὶ π. X.Cyr.5.3.47; τοῦτο τοὔνομα π. σφᾶς αὐτούς Plb.1.8.1:— Pass., to be called, Hecat.129J., etc.; π. ἑταίρα Anaxil. l. c.; λίθος Philem. l.c.; freq. in Pl., R.597e, Phlb.54a; τῷ τοῦ ὅλου ὀνόματι, ἑνὶ ὀν. π., Id.Smp.205c, Sph.219b, etc.    4 c. inf., πάσας ἡδονὰς ἀγαθὸν εἶναι προσαγορεύεις Id.Phlb.13b, cf. Prt.325a; π. τινὰ χαίρειν bid one hail or farewell, Ar.Pl.323, Pl.Lg.771a; also μετὰ τοῦ χαίρειν π. τινά Plu.Phoc.17.    II appeal to, in argument, τὰ τῶν θηρίων ἤθη dub. in Plu.2.493c.

German (Pape)

[Seite 747] 1) anreden, anrufen, u. nach den VLL. wie B. A. 14 bes. = ἀσπάζεσθαι, begrüßen; Δίκην δέ νιν προσαγορεύομεν, Aesch. Ch. 938; ὑφ' ὧν προσηγορεύθης ἡ Διὸς κλεινὴ δάμαρ μέλλουσ' ἔσεσθαι, Prom. 834, du wurdest als die künftige Gemahlinn begrüßt; Ar. Plut. 323; Her. 1, 134; ὥςπερ δυστυχοῦντες οὐ προσαγορευόμεθα, Thuc. 6, 16; Plat. Charmid. 164 e u. A. – 2) benennen, nennen; οὐκοῦν καὶ τἄλλα πάντα καλὰ προσαγορεύεις, Plat. Gorg. 474 e; τοὺς φιλοσόφους τοιούτους, so nenne ich die Philosophen, Soph. 216 c; πολλοῖς ὀνόμασι ταὐτὸν τοῦτο ἑκάστοτε προσαγορεύομεν, 251 a, u. öfter; auch pass., sowohl ἑνὶ προσαγορεύεσθαι ὀνόματι, 219 b, als οὐκ ἀναγκαῖον αὐτῷ προσαγορεύεσθαι τοὔνομα, Polit. 259 a (vgl. noch πάσας ἡδονὰς ἀγαθὸν εἶναι προσαγορεύεις, Phil. 13 c, u. Schäfer zu D. Hal. C. V. p. 141); τοῦτό σε πρ., so nenne ich dich, Xen. Cyr. 7, 2, 9; Folgde; auch τινί τι, Einem Etwas zusprechen, beilegen, Plat. Theaet. 147 d u. Folgde; τοῦτο τοὔνομα προσηγόρευσαν σφᾶς αὐτούς, Pol. 1, 8, 1.