μερίζω

Revision as of 19:38, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_1)

English (LSJ)

Dor. μερ-ίσδω, Bion 2.31: Att. fut. -ιῶ Pl.Prm.131c: aor.

   A ἐμέρισα Nicom.Com.1.27; Dor. part. μερίξας Ti.Locr.99d: pf. μεμέρικα D.H.Pomp.4:—Med., fut. -ίσομαι Sopat. in Rh.8.306 W., -ιοῦμαι LXX Pr.14.18: aor. ἐμερισάμην Is.9.24, etc.: pf. μεμέρισμαι D.47.34 (v.l. νενέμημαι):—Pass., fut. μεριοῦμαι Arist.PA664a27, μερισθήσομαι Plot.4.3.8, 6.4.4: aor. ἐμερίσθην Pl.Ti.56d, etc.: pf. μεμέρισμαι Id.Prm.144b, D.15.5, etc.: (μερίς):—divide, distribute, Pl. Prm.131c; μ. τὸ ἄπειρον Arist.Ph.204a34; μ. [ἀρχήν] τινα εἰς πλείους Id.Pol.1321b37; καθ' ἕκαστον εἶδος πολιτείας μ. make a division, ib. 1304b19: abs., split up the amount, ib.1268b15: Arith., μ. τι παρά τι, εἴς τι, divide by... Dioph.4.33,34, al.: abs., Gal.5.223.    2 assign a part, allot, ἐφ' ἕκαστον μ. τὸ φιλεῖν Arist.MM1213b5; μ. τοὺς τόκους πρὸς τὸν πλοῦν allot the interest according to the voyage, i.e. pay only a part of it, if a part only of the voyage has been performed, D.56.49; allot, assign spheres of duty, τινι PHamb.24.6 (Pass.); apportion, allocate funds, IG22.29.18, al., SIG577.22 (Milet., iii/ii B.C.) (Pass., IG22.1672.116,al.); τὸ μὲν εἰς δαπάνην, τὸ δ' εἰς θησαυρισμόν Phld.Oec.p.71 J., cf. Sto.339.15, Metrod.Herc.831.13; bestow, POxy. 713.29 (i A.D.), etc.; κατὰ τόπους μ. τὰς ἀναγραφάς divide, arrange them, D.H.Th.9; μ. τινὰ τοῖς ποιηταῖς, i. e. make one a theme for several tragedies, Him.Ecl.4.18:—Pass., to be delivered over, εἰς ὕβριν καὶ δουλείαν Chor.p.216 B.    3 sever, cut off, πελέκει χεῖρα Him.Or. 2.21.    4 apply by turns, τὰς χεῖρας τῷ τε τείχει καὶ τῇ λύρᾳ ib.21.12.    II Med., μερίζεσθαί τι divide among themselves, χρήματα Din.1.10, cf. Theoc.21.31; τι μετά τινος D.34.18; πρός τινα τὴν ἀρχήν Hdn.3.10.6; take possession of, τι D.34.35; ἠρόμην αὐτὸν πότερα μεμερισμένος εἴη πρὸς τὸν ἀδελφόν whether he had gone shares with his brother, Id.47.34.    2 c. gen. rei, get a portion of, Is.9.24.    b take part in, τοῦ ἀδικήματος Arist.EN1137a2.    III Pass., to be divided, κατὰ μέρος X.An.5.1.9 (s. v.l.); ἐπὶ πολλά Hp.Insomn.86; τὸ μερίζεσθαι τὰς οὐσίας εἰς ὁποσονοῦν πλῆθος Arist.Pol.1265b3; μ. πρὸς ἑκάστην διοίκησιν (sc. αἱ πρόσοδοι) are distributed, ib.1321b32; ἐς πᾶσαν πεῖραν μ. make attempts in every direction, App.BC4.78, cf. Luc.DDeor.24.1; μερίζεταί τι ἀπό τινος Id.Nav.8.    2 to be dispersed, ὕδωρ ὑπὸ πυρὸς μερισθέν Pl.Ti.56d; to be split up, ἄνθρωπος πληγῇ τινι μεριζόμενος Democr.32: metaph., have divided interests, disperse one's energy, Chor.p.11 B.; also, to be split into parties or factions, Plb.8.21.9, App.BC1.1, Hdn.3.10.4; μεμέρισται ὁ Χριστός; 1 Ep.Cor.1.13.    3 to be reckoned as part, ἐν τῇ ἀρχῇ τινος μ. D.15.5.

German (Pape)

[Seite 134] theilen, vertheilen; κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον μερίζοντες, Plat. Polit. 292 c; εἰ αὐτο τὸ μέγεθος μεριεῖς, Parm. 131 c; μεμέρισται, 144 b; τοὺς τόκους μερίζειν πρὸς τὸν πλοῦν, Dem. 56, 49, im Verhältniß nach der Fahrt vertheilen; Arist. u. Sp., μεμέρισται εἰς πολλοὺς τὸ ἔργον Luc. Navig. 8. – Häufiger im med., für sich, als seinen Antheil nehmen; τῆς γενέσεως ἡμῶν τὸ μέν τι ἡ πατρὶς μερίζεται, Plat. Ep. IX, 358 a; μερίσαιτο τῶν τοῦ ἀδελφοῦ, Is. 9, 24; ἐπειδὴ δὲ τοὐμὸν χρυσίον ἐμερίσατο, Dem. 34, 35; ἠρόμην αὐτόν, πότερα μεμερισμένος εἴη πρὸς τὸν ἀδελφόν, ἢ κοινὴ οὐσία εἴη αὐτοῖς, ob er mit dem Bruder getheilt habe, 47, 34; τὴν σατραπείαν, unter sich theilen, D. Sic. 17, 16; – Geld aus dem Schatze, Inscr. 84; – ἐν τῇ ἀρχῇ τῇ ἐκείνου μεμερισμένους, seiner Herrschaft zugetheilt, Dem. 15, 5; bei den Gramm. = unter die Redetheile vertheilen, s. μερισμός.