ές, (κῆδος)
A full of misery, δυσκηδέα νύκτα φυλάσσω Od.5.466. II (κήδομαι) δυσκηδέα· δυσφύλακτον, χαλεπόν, Hsch.
[Seite 682] ές, sorgenschwer, νύξ Od. 5, 466; ἅπαξ εἰρημέν.; vgl. ἀκηδής, λαθικηδής, πολυκηδής, προσκηδής.