κεάζω

Revision as of 19:39, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6a)

English (LSJ)

Ep. fut.

   A κεάσσω Orph.A.849: aor. κέᾰσα, κέασσα, ἐκέασσα Hom. (v. infr.):—Pass., aor. κεάσθην Il.16.412, but part. κεᾰθείσης App.Anth.3.167: pf. part. κεκεασμένος (v. infr.):—split, cleave wood, κέασε ξύλα νηλέϊ χαλκῷ Od.14.418; κέασαν ξύλα 20.161; ξύλα . . νέον κεκεασμένα χαλκῷ 18.309, cf. Hp.Mul.2.153, Call.Fr.289, etc.; of lightning, shiver, νῆα . . κεραυνῷ Ζεὺς ἔλσας ἐκέασσε Od.5.132; of a spear, κέασσε δ' ἄρ' ὀστέα λευκά Il.16.347; [κεφαλὴ] ἄνδιχα πᾶσα κεάσθη was cloven in twain, ib.412; κεκεασμένον εὐρέϊ κύκλῳ οὐρανόν Arat.474.    2 pound, rub to pieces, ἢ σφέλᾳ ἢ ὅλμῳ κεάσας Nic.Th. 644. (κεᾰ-ζω fr. κεᾰ- in κεᾰ-θείσης (v. supr.), εὐ-κέα-τος, κέαρνον, and perh. κείων, v. κείω (B); perh. cf. Skt. śásati 'cut', Lat. castrare.)

German (Pape)

[Seite 1410] spalten, zerspalten; eigtl. vom Spalten u. Behauen des Holzes, κέασε ξύλα νηλέϊ χαλκῷ Od. 14, 418; 20, 161; von der Lanze, κέασσε δ' ὀστέα λευκά Il. 16, 347; ἡ (κεφαλὴ) δ' ἄνδιχα πᾶσα κεάσθη 20, 388, der Kopf wurde gespalten; vom Blitze, νῆα θοὴν ἀργῆτι κεραυνῷ Ζεὺς ἔλσας ἐκέασσε Od. 5, 132. 7, 250; sp. D., Orph. Arg. 847; οὐρανὸν κεκεασμένον εὐρέϊ κύκλῳ Arat. 475; – klein reiben, Nic. Th. 644. – Vgl. noch κεδάζω, σκεδάζω, u. Buttmann Lexil. I p. 12 II p. 96.