A = ἀποστάζω Il, luc.Am.45: c.acc., ἀποσταλάξει τὰ ὄρη γλυκασμόν LXX Jl.3(4).18 ( = Am.9.13).
[Seite 326] (s. σταλάζω), = ἀποστάζω, Luc. amor. 45; Synes.