ἀποσταλάζω

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις → silence, you see, is an answer for the wise (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσταλάζω Medium diacritics: ἀποσταλάζω Low diacritics: αποσταλάζω Capitals: ΑΠΟΣΤΑΛΑΖΩ
Transliteration A: apostalázō Transliteration B: apostalazō Transliteration C: apostalazo Beta Code: a)postala/zw

English (LSJ)

= ἀποστάζω Il, luc.Am.45: c.acc., ἀποσταλάξει τὰ ὄρη γλυκασμόν LXX Jl.3(4).18 (= Am.9.13).

Spanish (DGE)

1 tr. destilar ἀποσταλάξει τὰ ὄρη γλυκασμόν LXX Am.9.13, LXX Il.4.18.
2 intr. gotear de οἱ τῶν ἐναγωνίων πόνων ἀποσταλάζοντες ἱδρῶτες Luc.Am.45.

German (Pape)

[Seite 326] (s. σταλάζω), = ἀποστάζω, Luc. amor. 45; Synes.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσταλάζω: Luc. = ἀποστάζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσταλάζω: μέλλ. -άξω, = ἀποστάζω Ι., καθαρίζω τι δι᾿ ἀποστάξεως· μεταφ. ἐξαγνίζω, τὴν ψυχὴν Συνέσ. 55Β. ΙΙ. ἀμετ. Λουκ. Ἔρωτ. 45· μετ᾿ αἰτ. συστοιχ. Ἑβδ. (Ἰωὴλ γ΄, 18).

Greek Monolingual

ἀποσταλάζω (Α)
1. καθαρίζω με απόσταξη
2. εξαγνίζω.