ἀποστάζω
English (LSJ)
A let fall drop by drop, distil away, δακρύων ἀποστάζει αἰδῶ A.Supp.579 (lyr.); ἀμβροσίαν ἀποστάζω Theoc.15.108: of grains, κρῖμνον κυκεῶνος ἀποστάζοντος ἔραζε Call.Fr.205: metaph., φάος Id.Dian.118; φωνήν AP15.9 (Cyrus).
II intr., trickle, Hp.Coac.328; μανίας ἀποστάζει μένος fury distils from madness, or trickles away, i.e. passes off, S.Ant.959 (lyr.); λόγων ἀ. χρυσός Luc.Electr.6; of grain, Herod.6.6: metaph., ῥίνημ' αὐτῆς ἂν οὐκ ἀποστάξαι not a brass farthing would come off the price, Id.7.82.
Spanish (DGE)
I tr. dejar caer gota a gota, destilar δακρύων δ' ἀποστάζει πένθιμον αἰδῶ A.Supp.579, ἀμβροσίαν ἐς στῆθος ... γυναικός Theoc.15.108, οὐ λίπος Ἀπόλλωνος ἀποστάζουσιν ἔθειραι Call.Ap.39, κρῖμνον κυκεῶνος ἀποστάξαντος ἔραζε Call.SHell.288.46, (λίθος) καμινευθείς ἀποστάζει ψευδάργυρον Str.13.1.56, αἰδοῦς ὑγρὸν ἔρευθος ἀποστάζουσα προσώπου Musae.173
•fig. ref. a destellos de luz irradiar τὸ (φάος) ... ἀποστάζουσι κεραυνοί Call.Dian.118
•ref. a la voz emitir μελιηδέα φωνήν AP 15.9 (Cyrus).
II intr.
1 derramarse gota a gota, verterse, gotear sangre κοίλης μὲν ὅστις φλεβὸς ἀπέσταξεν φόνος E.Io 1011, esp. en medic. ἐκ ῥινῶν ... μικρὰ ἀποστάζει sufre una pequeña pérdida de sangre por la nariz Hp.Coac.328, μυκτὴρ ... ἀποστάζων Hp.Prorrh.1.1, 79, de una evacuación intermitente ὑπεχώρησε ...· χρῶμα κοπρῶδες, ὅσον ἀπέσταξεν Hp.Epid.7.84, de preparados ἐς ἰσχάδια ... ἀπόσταξε ὅσον ἑπτάκις Hp.Acut.(Sp.) 71, cf. Nat.Mul.32 (p.97), κἢν τοσοῦτ' ἀποστάξῃ Herod.6.6, τὸ ἐξ αὐτῶν (βοτρύων) ἀποστάζον γλεῦκος Gp.6.16.1
•fig. caer poco a poco, destilar τᾶς μανίας δεινὸν ἀποστάζει ἀνθηρόν τε μένος (pero quizá I), S.Ant.959, χρυσὸς αὐτὸς ... τῶν λόγων Luc.Electr.6, ὄμβρος ... ἡμετέρης ἔντοσθεν ... [πλο] καμῖδος Pamprepius 3.99.
2 fig. escaparse, alejarse χαλκοῦ ῥίνημ' ὃ δήκοτ' ἐστὶ τῆς Ἀθηναίης ὠνευμένης αὐτῆς ἂν οὐκ ἀποστάξαι aun cuando la propia Atenea quisiera comprar(lo), no escaparía ni la más mínima raspadura de bronce, e.e. no rebajaría yo el precio Herod.7.82, cf. quizá εὔχοντ' ἄγα ν ἀποστάξαι Simon.14.79.9.
German (Pape)
[Seite 326] (s. στάζω), herabträufeln lassen, δακρύων – αἰδῶ Aesch. Suppl. 573; μένος μανίας, er läßt die Wuth des Wahnsinns verrinnen, Soph. Ant. 949 (wo es auch intr. sein kann, Schol. ἀποβαίνει ὀργή); vgl. Mus. 175, u. πῦρ ἀποστάζουσι κεραυνοί Call. H. Dian. 118; ἀμβροσίαν εἰς στῆθος ἀποστάξασα Theocr. 15, 108. Auch intrans., herabträufeln, λόγων χρυσός Luc. electr. 6.
French (Bailly abrégé)
ao. ἀπέσταξα;
1 verser goutte à goutte, acc.;
2 intr. s'épancher goutte à goutte : fig. μανίας ἀποστάζει μένος SOPH (ainsi) tombe la violence de la fureur (réprimée par un châtiment).
Étymologie: ἀπό, στάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποστάζω: (aor. ἀπέσταξα)
1 лить по каплям, изливать (δακρύων αἰδῶ Aesch.; ἀμβροσίαν ἐς στῆθος Theocr.; перен. μελιηδέα φωνήν Anth.);
2 литься каплями, струиться (χρυσὸς ἀποστάζει τῶν λόγων Luc.);
3 утихать (μανίας ἀποστάζει μένος Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστάζω: μέλλ. -ξω, ἀφίνω τι νὰ πίπτῃ κατὰ σταγόνας, ἀφίνω νὰ στάζῃ, διυλίζω, «λαμπικάρω», δακρύων δ᾿ ἀποστάζει πένθιμον αἰδῶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 579· ἀμβροσίαν ἀπ. Θεόκρ. 15. 108· μεταφ. φάος Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 118· φωνὴν Ἀνθ. Π. 15. 9. ΙΙ. ἀμετάβ., πίπτω κατὰ σταγόνας, στάζω, ὡς τὸ ἀπορρέω, μανίας ἀποστάζει μένος, παραφορὰ σταλάζει, ἔρχεται ἐκ τῆς μανίας (ἕτεροι λαμβάνουσιν αὐτὸ μεταβατικῶς ὡς ἐν Αἰσχύλ. ἔνθ᾿ ἀνωτ.) Σοφ. Ἀντ. 959· λόγων ἀπ. χρυσός Λουκ. περὶ Ἠλέκτρου 6.
English (Slater)
Greek Monolingual
(Α ἀποστάζω)
νεοελλ.
υποβάλλω κάτι σε απόσταξη
αρχ.
1. αφήνω κάτι να πέφτει κατά σταγόνες
2. πέφτω κατά σταγόνες, σταλάζω.
Greek Monotonic
ἀποστάζω: μέλ. -ξω·
I. αφήνω κάτι να ρέει σταγόνα σταγόνα, σταλάζω, σε Θεόκρ.
II. αμτβ., πέφτω, ρέω σε σταγόνες, σταλάζω, σε Σοφ.
Middle Liddell
I. to let fall drop by drop, distil, Theocr.
II. intr. to fall in drops, distil, Soph.