γράστις
English (LSJ)
εως, ἡ, (γράω)
A grass, green fodder, PPetr.2p.113 (corr. in 3p.333) (iii B. C.), etc.; γ. πυρίνη, κριθίνη, Hippiatr.68,98, cf. Eust.633.47, Hsch.:—also γράσσις, PHamb.39 ii (ii A. D.); cf. κράστις.
German (Pape)
[Seite 505] εως, ἡ, auch γράτις, Gras, grünes Futter, VLL., att. κράστις, auch κράτις, w. m. s.