κόρση

Revision as of 19:43, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_6b)

English (LSJ)

ἡ, Att. κόρρη, Dor. κόρρα Theoc.14.34, Aeol. κόρσα Alc. 34.5:—

   A temple, side of the forehead (in this sense not in pl., for wh. κρόταφοι is used, but cf. Ruf.Onom.13, Poll.2.40), ξίφει ἤλασε κόρσην Il.5.584, cf. 13.576; τόν ῥ' Ὀδυσεὺς . . βάλε κόρσην· ἡ δ' ἑτέροιο διὰ κροτάφοιο πέρησεν αἰχμή 4.502, cf. Call.Dian.78.    2 in Att., πατάξαι ἐπὶ κόρρης smack on the jaw, Pherecr. 155b (CAF iii p.716), D.21.147; ὅταν κονδύλοις, ὅταν ἐπὶ κόρρης [τύπτῃ], i.e. with the fist, or with the open hand, ib.72; ἐπὶ κόρρης τύπτειν Pl.Grg.486c, 508d, 527a; ῥαπίζειν ἐπὶ κ. Hyp.Fr.97 (ἐρραπίσθη τὴν γνάθον ibid.); πὺξ ἐπὶ κόρρας ἤλασα Theoc.l.c.; later κατὰ κόρρης πατάσσειν Luc.DMort.20.2, Gall.30, cf. EM529.39.    3 in pl., hair, λευκὰς δὲ κ. τῇδ' ἐπαντέλλειν νόσῳ A.Ch.282, cf. Poll.2.32 (perh. the white down in psoriasis): in sg., ναὶ μὰ τήνδε τὴν τεφρὴν κόρσην Herod.7.71 (unless in signf. 1.4).    4 head, κ. ἀναύχενες Emp.57.1, cf. Nic. Th.905, Opp.C.3.25; Att. for the whole head and neck, Ael.Dion.Fr.235; Ion. for head, Eratosth. ap. Did.in Miller Mél.400.    II part of a temple gate, Vitr. 4.6.3.    III in pl., = κρόσσαι, Hsch.; also, = κλίμακες, Id. (Perh. cogn. with κάρα.)

German (Pape)

[Seite 1487] ἡ, att. κόῤῥη, dor. κόῤῥα, die Seite des Kopfes, die Schläfe; βάλε δουρὶ κόρσην· ἡ δ' ἑτέροιο διὰ κροτάφοιο πέρησεν αἰχμή Il. 4, 502, vgl. 5, 584. 13, 576, immer in der Form κόρση; – ἐπὶ κόῤῥης τύπτειν, einen Backenstreich, eine Ohrfeige geben, Plat. Gorg. 486 c; auch ἐπάταξεν ἐπὶ κόῤῥης, Dem. 21, 147, wie Luc. Gall. 30 u. a. Sp. – Der ganze Kopf, Nic. Ther. 905; πάσσονα μὲν φορέουσι δέρην, μεγάλην δέ τε κόρσην Opp. Cyn. 3, 25. – Bei Aesch. Ch. 280, λευκὰς δὲ κόρσας τῇδ' ἐπαντέλλειν νόσῳ, steht »weiße Schläfen« für »weißes Haar«, worauf sich Poll. 2, 32 u. E. M 530, 52 beziehen mit der Erkl. τρίχες, indem sie es deshalb von κείρειν ableiten. Vgl. aber κρόταφος.