παῤῥησία
German (Pape)
[Seite 528] ἡ, freies Reden, Freimüthigkeit, Offenheit im Reden und Handeln; Eur. Hipp. 394 Ion 672 u. öfter; γέλωτα γενέσθαι ἐπὶ τῇ παῤῥησίᾳ αὐτοῦ, Plat. Conv. 222 c; ἐλευθερίας ἡ πόλις μεστὴ καὶ παῤῥησίας γίγνεται, Rep. VIII, 557 b; παῤῥησίᾳ κατακορεῖ καὶ ἀναπεπταμένῃ χρώμενος, Phaedr. 240 e; Folgde; καὶ ἰσηγορία καὶ δημοκρατία, Pol. 2, 38, 6; παῤῥησίαν ἄγειν, D. Sic. 12, 63; παῤῥησίᾳ, freimüthig, offen, Sp.