ἰσηγορία
διὰ πέτρας καὶ διὰ δρυὸς ὁρᾶν → see through a brick wall, see through rocks and an oak
English (LSJ)
Ion. ἰσηγορίη, ἡ, isegoria, equal right of speech, equality of all in freedom of speech, and generally, political equality, Hdt.5.78, Eup.291, X.Cyr.1.3.10, Zeno Stoic.1.54, Phld.Hom.p.20O., etc.; ἰ. καὶ ἐλευθερία D.21.124; ἰ. καὶ παρρησία Jul.Or.1.17b.
German (Pape)
[Seite 1263] ἡ, gleiche Freiheit, gleiche Berechtigung zu reden, bes. in Staats- u. Gerichtssachen zu sprechen u. mitzustimmen; Her. 5, 78; Xen. Ath. 1, 12; καὶ ἐλευθερία Dem. 21, 124; gilt immer als Zeichen der vollendeten Demokratie; Pol. 2, 38, 6. 7, 10, 1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
liberté de parler égale pour tous ; égalité de droits dans un État démocratique.
Étymologie: ἴσος, ἀγορεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἰσηγορία: ион. ἰσηγορίη ἡ равная для всех свобода слова, тж. всеобщее равноправие (ἰ. καὶ ἐλευθερία Dem.; ἰ. καὶ καθόλου δημοκρατία Polyb.; ἰσηγορίας ἀπόλαυσις Plut.): ἡ ἰ. ἐστὶ χρῆμα σπουδαῖον Her. равноправие - драгоценное достояние.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσηγορία: Ἰων. -ίη, ἡ, ἴση ἐλευθερία γλώσσης, παρρησία, καὶ καθόλου, ὡς τὸ ἰσονομία, ἰσότης, Ἡρόδ. 5. 78, Εὔπολις ἐν «Χρυσῷ γένει» 2, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 10· ἰσ. καὶ ἐλευθερία Δημ. 555. 16· ἴδε μετουσία.
Greek Monolingual
η (Α ἰσηγορία, ιων. τ. ἰσηγορίη) ισήγορος
το δικαίωμα να μιλά κάποιος εξίσου με άλλον, ισότητα ως προς την έκφραση του λόγου, ελευθερία του λόγου
αρχ.
1. πολιτική ελευθερία, ισότητα («ἰσηγορίη ἐστὶ χρῆμα σπουδαῖον», Ηρόδ.)
2. ισονομία, ισότητα δικαιωμάτων.
Greek Monotonic
ἰσηγορία: Ιων. -ίη, ἡ (ἀγορεύω), ισόνομη ελευθερία λόγου, παρρησία, και γενικά, ισονομία, ισότητα, σε Ηρόδ., Ξεν.
Middle Liddell
ἰσ-ηγορία, ἡ, ἀγορεύω
equal freedom of speech, equality, Hdt., Xen.