σύνεσις
English (LSJ)
Att. ξύνεσις, εως, ἡ, (συνίημι)
A uniting, union, πέτρη τε ξύνεσίς τε δύω ποταμῶν Od.10.515 (with ξυν- metri gr.). 2 metaph., with allusion to foreg. signf. and signf. 11, χωρὶς ἕκαστος εἰς τὸ φρονεῖν ἀσθενής, συμβάλλων δὲ εἰς ἓν πᾶς ἐν τῇ συνόδῳ καὶ τῇ ὡς ἀληθῶς συνέσει τὸ φρονεῖν ἐγέννησε καὶ εὗρε Plot.6.5.10. II faculty of quick comprehension, mother-wit, sagacity, Democr.77, Th.2.62, 3.82, etc.; οἰκείᾳ ξυνέσει Id.1.138, cf. Pl.Cra.412a, Phlb. 19d, Arist.EN1143a17, D.18.127, Ev.Luc.2.47, Gal.6.457, etc.; hence of animals, ὃ [ζῷον] συνέσει . . ὑπερέχει τῶν ἄλλων Pl.Mx. 237d:—Phrases, ὅστις γε σύνεσιν ἔχει Hdt.2.5, 7.49; ἀρκεῖν ξυνέσει E.Tr.674; ξ. καὶ σοφία Id.HF655 (lyr.); φρόνησίς τε καὶ ξ. Pl. Cra.411a; σ. λαβεῖν, of children, Arist.EN1161b26; μοῖραν ἔχειν συνέσεως ( αἰσθήσεως) Democr. ap. Thphr.Sens.71; also with qualifying words added, σ. φρενῶν Pi.N.7.60; γνώμης ξ. Th.1.75; σ. πολιτική Arist.Pol.1291a28; ἡ περὶ τὴν διάνοιαν σ. Id.HA588a23; ἡ ὑμετέρα σ. as form of address, Sammelb.7433.6 (v A.D.). 2 c. gen. objecti, intelligence in a thing, sagacity in respect to it, Pl.Cra. 412c, D.S.1.1; περὶ τῶν παρόντων Th.2.97. III conscience = συνείδησις, ἡ σ. (sc. μ' ἀπόλλυσι) · ὅτι σύνοιδα δείν' εἰργασμένος E.Or. 396, cf. Men.632, Plb.18.43.13. IV a branch of art or science, οἱ περὶ τὴν σ. ταύτην, i.e. music, Arist.Pol.1342b8. b knowledge, opp. ἄγνοια, Id.de An.410b3. V decision, decree, IG5(1).1390.112 (Andania, i B.C.). (Plato (Cra.412a) derives σύνεσις 11 from συνιέναι (σύνειμι) come together, neglecting the unwritten aspiration (συνἱέναι); but the form and signfs. point to συνίημι 11, perceive, apprehend, cf. Arist.EN1143a17.)
German (Pape)
[Seite 1020] ἡ, eigtl. wie σύμβλησις, das Zusammentreffen, -fließen, die Vereinigung, ξύνεσις δύω ποταμῶν, Od. 10, 515. – Gew. übertr., Fassungskraft, Verstand, Einsicht; φρενῶν, Pind. N. 7, 60; εἰ τοῖς ἦν ξύνεσις, Eur. Herc. Fur. 655; ξύνεσιν ἢν ἔχων τύχῃ, I. A. 375; ἐνθεὶς σύνεσιν, Suppl. 203; Her.; Thuc., u. sonst in Prosa: neben φρόνησις, Plat. Crat. 411 a; τῇ ξυνέσει ταύτῃ καὶ ἐπιστήμῃ, 437 b; Ggstz ἄγνοια, Rep. II, 376 b; also auch Wissen wovon, Kenntniß, Einsicht, σύνεσιν καὶ παιδείαν ἐπικαλούμενον, Dem. 18, 127; οἱ περὶ τὴν σύνεσιν ταύτην, Arist. pol. 8, 7; von φρόνησις unterschieden, eth. 6, 11; Bewußtsein, Gewissen, Eur. Or. 398; Pol. 18, 26, 13; Hdn. 4, 7.