συνείδησις
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
English (LSJ)
συνειδήσεως, ἡ,
A knowledge shared with another, τῶν ἀλγημάτων (in a midwife) Sor.1.4.
2 communication, information, εὑρήσεις σ. PPar. p.422 (ii A.D.); σ. εἰσήνεγκαν τοῖς κολλήγαις αὐτῶν POxy. 123.13 (iii/iv A.D.).
3 knowledge, λῦε ταῦτα πάντα μὴ διαλείψας ἀγαθῇ σ. (v.l. ἀγαθῇ τύχῃ) Hp.Ep.1.
4 consciousness, awareness, [τῆς αὑτοῦ συστάσεως] Chrysipp.Stoic.3.43, cf. Phld.Rh.2.140 S., 2 Ep.Cor.4.2, 5.11, 1 Ep.Pet.2.19; τῆς κακοπραγμοσύνης Democr.297, cf. D.S.4.65, Ep.Hebr.10.2; κατὰ συνείδησιν ἀτάραχοι διαμενοῦσι Hero Bel.73; inner consciousness, ἐν σ. σου βασιλέα μὴ καταράσῃ LXX Ec. 10.20; in 1 Ep.Cor.8.7 συνειδήσει is f.l. for συνηθείᾳ.
5 consciousness of right or consciousness of wrong doing, conscience, Periander and Bias ap. Stob.3.24.11,12, Luc.Am.49; ἐὰν ἐγκλήματός τινος ἔχῃ σ. Anon. Oxy.218 (a) ii 19; βροτοῖς ἅπασιν ἡ σ. θεός Men.Mon.654, cf. LXX Wi.17.11, D.H.Th.8 (but perhaps interpol.); σ. ἀγαθή Act.Ap.23.1; ἀπρόσκοπος πρὸς τὸν θεόν ib.24.16; καθαρά 1 Ep.Ti.3.9, POsl.17.10 (ii A.D.); κολαζομένους κατὰ συνείδησιν Vett.Val.210.1; θλειβομένη τῇ σ. περὶ ὧν ἐνοσφίσατο PRyl.116.9 (ii A.D.); τὸν . . θεὸν κεχολωμένον ἔχοιτο καὶ τὴν ἰδίαν σ. Ath.Mitt.24.237 (Thyatira); conscientiousness, Arch.Pap.3.418.13 (vi A.D.).—Senses 4 and 5 sometimes run one into the other, v. 1 Ep.Cor.8.7, 10.27 sq.
6 complicity, guilt, crime, περὶ τοῦ πεφημίσθαι αὐτὴν ἐν σ. τοιαύτῃ Supp.Epigr.4.648.13 (Lydia, ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1010] ἡ, das Mitwissen, das Bewußtsein, Gewissen, Luc. amor. 49 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
συνειδήσεως (ἡ) :
1 sentiment intime, conscience (de ses propres pensées, de ses propres actes);
2 au sens mor. conscience du bien et du mal.
Étymologie: σύνοιδα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνείδησις, συνειδήσεως, ἡ σύνοιδα bewustzijn, besef, met gen. van iets:. τῆς ἐν τῷ βίῳ κακοπραγμοσύνης van hun slechte handelen tijdens het leven Democr. B 297. christ. geweten;. σ. καθαρά zuiver geweten NT 1 Tim. 3.9.
Russian (Dvoretsky)
συνείδησις: συνειδήσεως ἡ
1 сознавание, сознание (τινος Diod., NT);
2 совесть Men.: πάσῃ συνειδήσει ἀγαθῇ NT совершенно чистосердечно; οὐ μόνον διὰ τὴν ὀργήν, ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν συνείδησιν NT не только за страх (перед законом), но и за совесть.
Greek Monolingual
η / συνείδησις, συνειδήσεως, ΝΑ
1. η σαφής και βαθιά γνώση ενός πράγματος ή μιας κατάστασης (α. «έχει συνείδηση τών πράξεών του» β. «συνείδησις τῆς κακοπραγμοσύνης», Δημόκρ.)
2. η έμφυτη ικανότητα του ανθρώπου να διακρίνει τον καλό ή τον κακό χαρακτήρα τών πράξεών του, αυτοέλεγχος, αυτεπίγνωση (α. «έχει τύψεις συνειδήσεως» β. «κολαζομένους κατὰ συνείδησιν», Βέττ. Βάλ.)
3. ευσυνειδησία
νεοελλ.
1. (φυσιολ.-ψυχολ.) η αντίληψη του έξω κόσμου σε σχέση προς το εγώ, οι αισθήσεις και η συναίσθηση του εγώ («δεν έχει συνείδηση του τί συμβαίνει»)
β) (στην ψυχολ. της συμπεριφοράς) εξαρτημένη από τη λειτουργία του εγκεφάλου κατηγορία η οποία αναφέρεται κατά γενικό τρόπο στη συμπεριφορά και χαρακτηρίζεται από την κατάσταση εγρήγορσης και από τη δυνατότητα αντίδρασης του ατόμου, σε αντιδιαστολή με την έλλειψη εγρήγορσης και σχετική απουσία δυνατότητας αντίδρασης κατά τον βαθύ ύπνο και το κώμα
γ) (στην ψυχιατρ.) λειτουργία σύνθεσης που επιτρέπει σε ένα υποκείμενο να αναλύει την πραγματική τωρινή του εμπειρία με βάση τη δομή της προσωπικότητάς του και να τήν προβάλλει στο μέλλον
2. (φιλοσ.) α) η άμεση αντίληψη την οποία έχει το υποκείμενο για τις καταστάσεις και τα ενεργήματά του και η οποία χαρακτηρίζει κάθε ψυχικό φαινόμενο, και ειδικότερα το κέντρο τών ψυχικών φαινομένων, το εγώ, με το οποίο ο άνθρωπος διακρίνει τον εαυτό του από τον υπόλοιπο κόσμο και τους άλλους ανθρώπους
β) (κατά τη μαρξιστ. φιλοσ.) η πιο υψηλή μορφή της ψυχικής ζωής, που είναι ίδιο του ανθρώπου και η οποία εμφανίστηκε στη βάση της διαδικασίας της εργασίας και του κοινωνικού βίου και χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη της γλώσσας και της σκέψης και από το γεγονός ότι ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τις σχέσεις του με τον περιβάλλοντα κόσμο και επιδρά πάνω του σύμφωνα με προκαθορισμένους από τον ίδιο στόχους
3. (νομ.) το σύνολο τών νοητικών, ψυχικών και σωματικών εκδηλώσεων του προσώπου βάσει τών οποίων τεκμαίρεται το αυτεπίγνωστο και εκούσιο της συμπεριφοράς του ως υποκειμένου δικαιωμάτων και υποχρεώσεων
4. φρ. α) «κρίση συνειδήσεως» — οι τύψεις
β) «ηθική συνείδηση»
i) η αίσθηση που έχει ένα άτομο για το ηθικό περιεχόμενο της διαγωγής του, τών προθέσεών του ή του χαρακτήρα του αναφορικά με ένα αίσθημα υποχρέωσης να πράττει το ορθό ή να είναι καλό
ii) το σύνολο τών παραστάσεων, τών αντιλήψεων και τών αισθημάτων τών ανθρώπων αναφορικά με τις αμοιβαίες σχέσεις τους καθώς και τις σχέσεις του καθενός έναντι του κοινωνικού συνόλου, υπό το πρίσμα τών θεμελιωδών κατηγοριών του καλού και του κακού
γ) «κοινωνική συνείδηση»
(στη μαρξιστ. φιλοσ.) το σύνολο τών παραστάσεων, τών νοοτροπιών, τών ιδεών, τών γνώσεων και τών δοξασιών τών ανθρώπων στο οποίο ανακλάται το κοινωνικό τους Είναι, η πνευματική ζωή της κοινωνίας ως ανάκλαση της υλικής ζωής
δ) «συλλογική συνείδηση»
(κοινων.) (κατά τον Ντυρκέμ) το σύνολο τών πεποιθήσεων και συναισθημάτων που έχουν τα μέλη μιας κοινότητας, η συνείδηση του κοινωνικού συνόλου, όπως εκφράζεται διά μέσου της συνείδησης τών μελών του, την οποία και διαμορφώνει
ε) «πολιτική συνείδηση»
(κοινων.) i) η ύπαρξη σε ένα άτομο πολιτικής παιδείας, εμπειρίας και ωριμότητας που το ωθούν να μετέχει στα κοινά και του επιτρέπουν να προβαίνει σε συνειδητές επιλογές
ii) το σύνολο τών αντιλήψεων, πεποιθήσεων και στάσεων που αφορά τη σφαίρα τών πολιτικών σχέσεων
στ) «ταξική συνείδηση»
(κοινων.-φιλοσ.) i) η συναίσθηση της ταξικής δομής της κοινωνίας, δηλαδή της διαστρωμάτωσής της σε κοινωνικές τάξεις, που έχει ένα άτομο, η ταύτιση της θέσης του ατόμου αυτού με τη θέση τών άλλων μελών της κοινωνικής τάξης στην οποία ανήκει και η επίγνωση τών ιδιαίτερων συμφερόντων της τάξης του, καθώς και η επιδίωξη τών συμφερόντων αυτών
ii) (στη μαρξιστ. φιλοσ.) μέρος της κοινωνικής συνείδησης στο οποίο ανακλάται το κοινωνικό Είναι μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης και το οποίο εκφράζει τα συμφέροντα και τους σκοπούς της τάξης αυτής
αρχ.
1. το να έχει κανείς γνώση ενός πράγματος ή μιας κατάστασης μαζί με κάποιον άλλον
2. είδηση, πληροφορία («συνείδησιν εἰσήνεγκεν τοῖς κολλήγαις αὐτῶν», πάπ.)
3. γνώση, μάθηση
4. συνενοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συνειδ- του απρμφ. συνειδέναι του σύνοιδα «ξέρω, γνωρίζω» (πρβλ. συνειδητός, βλ. και λ. οἶδα)].
Greek (Liddell-Scott)
συνείδησις: ἡ, γνῶσις ἐσωτερική, ἐπίγνωσις τῶν ἰδίων ἑαυτοῦ σκέψεων, οὐδεμιᾶς ἀπρεποῦς συνειδήσεως παροικούσης Λουκ. Ἔρωτ. 49. 2, Ἐπιστ. πρ. Κορ. δ΄, 2, ε΄, 11, Α΄ Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 19· τινος, περί τινος πράγματος, Διόδ. 4. 6, Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. κ΄, 2· ― ἐν τῇ Α΄ πρὸς Κορινθ. Ἐπιστ. η΄, 7, νῦν διορθοῦται, τῇ συνηθείᾳ τοῦ εἰδώλου, ἀντί, τῇ συνειδήσει. 2) συναίσθησις τῆς καλῆς ἢ κακῆς πράξεως, ἐπίγνωσις ἐσωτερικὴ τῶν ἑαυτοῦ πράξεων, Περίανδρος καὶ Βίος παρὰ Στοβ. σ. 192. 21 κἑξ.· βροτοῖς ἅπασιν ἡ σ. θεὸς Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 654, Διονύσ. Ἁλ. π. Θουκ. 8, Ἑβδ. (Σοφ. Σολομ. ΙΖ΄, 11)· σ. ἀγαθὴ Πράξ. Ἀποστ. κγ΄, 1· ἀπρόσκοπος πρὸς τὸν θεὸν αὐτόθι κδ΄, 16· καθαρὰ Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Τιμ. γ΄, 9. ― Αἱ δύο σημασίαι πολλάκις ἐναλλάσσονται ἢ συγχέονται, ἴδε Α΄, Ἐπιστ. πρὸς Κορ. η΄, 7, ι΄, 28 κἑξ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 256, 257.
English (Strong)
from a prolonged form of συνείδω; co-perception, i.e. moral consciousness: conscience.
English (Thayer)
συνειδήσεως, ἡ (συνεῖδον), Latin conscientia (literally, 'joint-knowledge'; see σύν, II:4), i. e.
a. the consciousness of anything: with a genitive of the object, τῶν ἁμαρτιῶν, a soul conscious of sins, τοῦ μύσους, Diodorus 4,65; συνείδησις εὐγενής, consciousness of nobility; a soul mindful of its noble origin, Herodian, 7,1, 8 (3edition, Bekker)).
b. "the soul as distinguishing between what is morally good and bad, prompting to do the former and shun the latter, commending the one, condemning the other; conscience": with a genitive of the subjunctive, ἡ συνείδησις τίνος, ἡ συνείδησις is further explained by καί μεταξύ ... ἡ καί ἀπολογουμένων (cf. Winer's Grammar, 580 (539); see ἀπολογέομαι, 2, and συμμαρτυρέω)); Winer's Grammar, § 30,1a.),ἡ τοῦ φαυλου συνείδησις, Philo, fragment, vol. ii, p. 659, Mangey edition (vi., p. 217f, Richter edition)); ἡ ἰδίᾳ συνείδησις, ἄλλη συνείδησις equivalent to ἄλλου τίνος συνείδησις, διά τήν συνείδησιν, for conscience' sake, because conscience requires it (viz., the conduct in question), μηδέν ἀνακρίνειν διά τήν συνείδησιν (anxiously) questioning nothing, as though such questioning were demanded by conscience, διά συνείδησιν Θεοῦ, because conscience is impressed and governed by the idea of God (and so understands that griefs are to be borne according to God's will), ἡ συνείδησιν τοῦ εἰδώλου, a conscience impressed and controlled by an idea of the idol (i. e. by a notion of the idol's existence and power), τελειῶσαι τινα κατά τήν συνείδησιν (namely, αὐτοῦ), so to perfect one that his own conscience is satisfied, i. e. that he can regard himself as free from guilt, ἐλέγχεσθαι ὑπό τῆς συνειδήσεως ὑπό τοῦ συνειδοτος, Philo de Josepho § 9 at the end; συνέχεσθαι τῇ συνειδήσει, ἡ συνείδησις is said μαρτυρεῖν, συμμαρτύρειν, τό μαρτύριον τῆς συνειδήσεως, ἀσθενής, not strong enough to distinguish clearly between things lawful for a Christian and things unlawful, συνείδησις ἀγαθή, a conscience reconciled to God, Herodian, 6,3, 9 (4edition, Bekker)); ἔχειν συνείδησιν ἀγαθήν, ἐν ἀγαθή συνείδησις ὑπάρχειν, Clement of Rome, 1 Corinthians 41,1 [ET]); ἔχειν συνείδησιν καλήν, συνείδησις καθαρά, Clement of Rome, 1 Corinthians 45,7 [ET], cf. ἁγνή συνείδησις, ibid. 1,3; καθαρός τῇ συνειδήσει, Ignatius ad Trall. 7,2 [ET]); ἀπρόσκοπος, πονηρά, a mind conscious of wrong-doing, ἐν συνειδήσει ποιηρα, ' Teaching' etc. 4,14 [ET]); ἀπρεπής, Lucian, amor. 49). ἡ συνείδησις καθαρίζεται ἀπό κτλ., μολύνεται, μιαίνεται, μηδέν ἑκουσίως ψεύδεσθαι μηδέ μιαίνειν τήν αὑτοῦ συνείδησιν, Dionysius Halicarnassus, jud. Thucydides8ἅπασιν ἡμῖν ἡ συνείδησις Θεός, Menander 597, p. 103, Didot edition; βροτοῖς ἅπασιν ἡ συνείδησις Θεός, ibid. 654, p. 101, Didot edition; Epictetus fragment 97 represents ἡ συνείδησις as filling the same office in adults which a tutor (παιδαγωγός, which see) holds toward boys; with Philo, Plutarch, and others, τό συνειδός is more common. In the Sept. once for מַדָּע, conscience, Herzog edition 2, under the word Gewissen; Zezschwitz, Profangräcität as above with, pp. 52-57; Schenkel, under the word Gewissen both in Herzog edition 1, and in his BL.; P. Ewald, De vocis συνείδησις ap. script. Novi Test. vi ac potestate (pp. 91; 1883); other references in Schaff-Herzog, under the word Conscience).
Greek Monotonic
συνείδησις: ἡ, αυτοσυνειδησία, αυτεπίγνωση· συναίσθηση, επίγνωση, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
συνείδησις, εως, [from συνειδέναι inf. of σύνοιδα
self-consciousness: conscience, NTest.
Chinese
原文音譯:sune⋯dhsij 尋-誒得西士
詞類次數:名詞(32)
原文字根:共同-覺察(著)
字義溯源:一同-覺察,是非之心,良心,知覺,躊躇;源自(συνείδω / σύνοιδα / συνοράω)=看透),由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(οἶδα)*=看見)組成。除了良心責備這一類消極的功用外,良心也有積極的功用,就如是非之心(良心)同作見證( 羅2:15)
出現次數:總共(31);約(1);徒(2);羅(3);林前(8);林後(3);提前(4);提後(1);多(1);來(5);彼前(3)
譯字彙編:
1) 良心(30) 約8:9; 徒23:1; 徒24:16; 羅2:15; 羅9:1; 羅13:5; 林前8:7; 林前8:10; 林前8:12; 林前10:25; 林前10:27; 林前10:28; 林前10:29; 林前10:29; 林後1:12; 林後4:2; 林後5:11; 提前1:5; 提前1:19; 提前3:9; 提前4:2; 提後1:3; 多1:15; 來9:14; 來10:2; 來10:22; 來13:18; 彼前2:19; 彼前3:16; 彼前3:21;
2) 良心上(1) 來9:9
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό συνειδέναι τοῦ σύνοιδα → σύν + οἶδα, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
conscience
Afrikaans: gewete; Albanian: ndërgjegje; Amharic: ህሊና; Arabic: ضَمِير, طَوِيَّة, وِجْدَان; Armenian: խիղճ; Azerbaijani: vicdan, insaf; Belarusian: совесць, сумленне; Bengali: বিবেক; Bulgarian: съ́вест; Burmese: အသိတရား; Catalan: consciència; Chinese Mandarin: 良心, 天良; Czech: svědomí; Danish: samvittighed; Dutch: geweten, gewisse; Estonian: südametunnistus, süüme; Faroese: samvitska; Finnish: omatunto; French: conscience; Friulian: cusience, cušience; Galician: conciencia; Georgian: ნამუსი, სინდისი; German: Gewissen; Greek: συνείδηση; Ancient Greek: συνείδησις; Hebrew: מַצְפּוּן; Hindi: विवेक, अन्तरात्मा, ज़मीर; Hungarian: lelkiismeret; Icelandic: samviska; Ido: koncienco; Indonesian: hati nurani; Irish: coinsias; Old Irish: cocubus; Italian: coscienza; Japanese: 良心; Kazakh: намыс, ұят, ұждан, ождан, ар, ар-ождан; Khmer: មនសិការ; Korean: 양심(良心), 량심(良心); Kyrgyz: уят, намыс, ынсап, ыйман; Lao: ມະໂນທັມ; Latin: conscientia; Latvian: sirdsapziņa; Lithuanian: są́žinė; Macedonian: совест; Malay: kesedaran; Malayalam: മനസ്സാക്ഷി; Maltese: kuxjenza; Maori: ngākau manako, ngākau whakawā; Mongolian Cyrillic: ухамсар; Northern Altai: ыйат; Norwegian Bokmål: samvittighet; Occitan: consciéncia; Old Church Slavonic Cyrillic: съвѣсть; Old English: inġehyġd, inġeþōht; Old Norse: samvizka; Pashto: وجدان, ضمير; Persian: وجدان, ضمیر; Polish: sumienie; Old Polish: sąmnienie; Portuguese: consciência; Romanian: conștiință; Russian: совесть; Sanskrit: मनस्साक्षिन्, अन्तःकरण; Scottish Gaelic: cogais; Serbo-Croatian Cyrillic: савест, савјест; Roman: sávest, sávjest; Slovak: svedomie; Slovene: vest; Southern Altai: уят, ынсап, выјдан, намыс; Spanish: conciencia; Swahili: dhamiri; Swedish: samvete; Tagalog: budhi; Tajik: виҷдон; Tatar: вөҗдан; Telugu: అంతరాత్; Thai: สำนึก, มโนธรรม; Turkish: vicdan; Turkmen: wyjdan, ynsap; Ukrainian: совість, сумлі́ння; Urdu: ضَمیر; Uyghur: وجدان; Uzbek: vijdon, insof; Vietnamese: lương tâm; Westrobothnian: mevetan; Yiddish: געוויסן