ἀφικάνω
English (LSJ)
[ᾱ], Ep.
A = ἀφικνέομαι, only pres. and impf., arrive at, mostly c. acc., Od.14.159, al.; πρὸς τεῖχος . . ἀφικάνει Il.6.388: c. gen., A.R.1.177.
German (Pape)
[Seite 411] (s. ἱκάνω), nur praes. u. impf., hingelangt sein, hinkommen, Hom. mit dem bloßen acc. des Zieles; Il. 6, 388 πρὸς τεῖχος ἐπειγομένη ἀφικάνει; 14, 43 δεῦρ' ἀφικάνεις.