ἱκάνω

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱκάνω Medium diacritics: ἱκάνω Low diacritics: ικάνω Capitals: ΙΚΑΝΩ
Transliteration A: hikánō Transliteration B: hikanō Transliteration C: ikano Beta Code: i(ka/nw

English (LSJ)

[ῐκᾱ], impf. ἵκᾱνον [ῑ by the augm.], used only in these tenses, the fut., aor., and pf. being supplied by ἱκνέομαι:—lengthened form of ἵκω, found in Ep. and Lyr., sometimes in Trag.,
A come, ἐς Χρύσην, ἐς Σκαιὰς.. πύλας, Il.1.431, 9.354; ἐπὶ νῆας 2.17; ἐνθάδε Od.15.492; so οἴκαδε A.Ag.1337 (anap.); οἷ ἱκάνομεν S.El.8; πρὸς ἐσχατιάν Pi.O. 3.43, cf. B.10.96: in Hom. mostly c. acc., to come to, ἱκάνω νῆας Ἁχαιῶν Il.24.501; ἱκανέμεν ἡμέτερον δῶ Od.4.139; later ἱ. δόμους A. Pers.159 (troch.): abs., ἦ φίλοι ἄνδρες ἱκάνετον Il.9.197; εὖ ἱκάνεις S. El.1102.
2 reach, attain to, [ἐλάτη] δι' ἠέρος αἰθέρ' ἵκανεν Il.14.288; φωνὴ δέ οἱ αἰθέρ' ἵκανεν 15.686; [ἄνεμος] αἰπὺν ἱ. οὐρανόν Sol.13.21; ἥβης μέτρον ἱ. Od.18.217, 19.532.
II c. acc. pers., especially of grief, hardship, etc.; με πένθος ἱκάνει Od.6.169; μέγα πένθος Ἁχαιΐδα γαῖαν ἱκάνει Il.1.254; τάφος δέ οἱ ἦτορ ἵ. Od.23.93; ἄλγος, γῆρας, δύη, κάματος, κῆδος, ὀϊζύς, μόρος, ἱκάνει τινά, 2.41, Il.4.321 (v.l.), Od.18.81, 5.457, Il.15.245, Od.5.289, Il.18.465; ὅτε μιν γλυκὺς ὕπνος ἱκάνοι 1.610; με παλαίφατα θέσφαθ' ἱκάνει they are fulfilled upon me, Od.9.507: c. dupl. acc., μιν ἄχος κραδίην καὶ θυμὸν ἱ. Il.2.171: rarely c. dat., σφῶϊν ἐελδομένοισιν ἱκάνω Od.21.209.
2 of a suppliant, σόν τε πόσιν σά τε γούναθ' ἱκάνω 7.147, al.
III Med., in signf. 1.1, οἶκον ἱκάνεται 23.7; in signf. 11.1, χρειὼ γὰρ ἱκάνεται Il.10.118; in signf. 11.2, τὰ σὰ γούναθ' ἱκάνομαι 18.457, Od.3.92, 4.322. (Fr. ἱκ-ᾰνϝ-ω, ἱκ-ϝ-ω (cf. ἱκνέομαι); Aeol. ἴκᾰνε dub. in Alc.Supp.34, [ἴκᾱ]νε prob. in Sapph.Oxy.2076.16; ἵκᾰνον f.l. in Od.15.101.)

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. ἵκανον;
venir, aller, s'avancer :
1 en parl. de pers. avec ἐς, ἐπί et l'acc. ou direct. avec l'acc. : νῆας IL vers des vaisseaux ; particul. en parl. de suppliants γούνατά τινος OD etc. s'approcher en suppliant des genoux de qqn ; souv. avec un part. : ἱκάνω φεύγων, θέων, ἰών HOM me voici fuyant, courant, allant, etc.
2 en parl. de choses ἐλάτη ἵκανεν IL la javeline arriva, càd l'atteignit ; φωνὴ δὲ οἱ αἰθέρ' ἵκανεν IL et sa voix traversait l'air ; μιν γλυκὺς ὕπνος ἱκάνει IL le doux sommeil vient à lui ; ἄχος, πένθος, ἄλγος ἱκάνει μέ IL la douleur me gagne, m'atteint ; μιν ἄχος κραδίην ἱκάνει IL la douleur envahit son cœur;
Moy. ἱκάνομαι venir, s'avancer : οἶκον OD gagner la maison ; en parl. de suppliants γούνατα IL s'approcher des genoux de qqn.
Étymologie: R. Ἱκ, cf. ἱκνέομαι.

German (Pape)

ep. = ἵκω, ankommen, hingelangen; absol., Il. 9.197; c. acc. des Ortes, νῆας Ἀχαιῶν, zu den Schiffen, 24.501; σόν τε πόσιν, σά τε γούναθ' ἱκ. Od. 7.147, öfter, wie auch Aesch. δόμους Pers. 155; οἴκαδε Ag. 1310; ἐνθάδε Od. 15.492; auch oft von Sachen, bes. Zuständen, Stimmungen, die Einen treffen, anwandeln, μέγα πένθος Ἀχαιΐδα γαῖαν ἱκάνει Il. 1.254, ἐπεί μιν ἄχος κραδίην καὶ θυμὸν ἵκανεν 2.171, ὅτε μιν γλυκὺς ὕπνος ἱκάνοι 1.610. – Mit praeposit., ἐς Χρύσην Il. 1.431, ἐπὶ νῆας 2.17; πρὸς ἐσχατιάν Pind. Ol. 3.45. – Von Tragg. außer Aesch. a.a.O. nur Soph. El. 8 οἷ ἱκάνομεν. – Eben so braucht Hom. auch das med., Il. 10.118, 18.457, Od. 3.92, 4.322, 23.7 und öfter. – Vgl. ἱκνέομαι und ἵκω.

Russian (Dvoretsky)

ἱκάνω: (ῐᾱ) (только praes. - иногда в знач. pf. и impf. ἵκανον; fut., aor. и pf. супплетивно от ἱκνέομαι)
1 (у Hom. тж. med.) приходить, прибывать, добираться, достигать (νῆας Ἀχαιων, ἐπὶ νῆας, ἐς πατρίδα Hom.; δόμους Aesch.; πρὸς ἔσχατιάν Pind.): ἱκανέμεν (эп. inf.) ἡμέτερον δῶ Hom. прибыть в наш дом; οἷ ἱκάνομεν Soph. (место), куда мы прибыли; εὖ ἱκάνεις Soph. ты пришел в нужное тебе место; ἦλθ᾽ Ὀδυσσεὺς καὶ οἶκον ἱκάνεται Hom. Одиссей вернулся, прибыл домой; χρειὼ ἱκάνεται Hom. возникла необходимость;
2 доходить, достигать: ἥβης μέτρον ἱ. Hom. достигнуть предела возмужалости; σέλας αἰθέρ᾽ ἵκανεν Hom. сияние доходило до эфира; ἐλάτη αἰθέρ᾽ ἵκανεν Hom. ель поднималась до эфира; παλαίφατα θέσφατα ἱκάνει με Hom. старинные предсказания исполнились (досл. коснулись меня);
3 (у Hom. тж. med.) с мольбой прибегать, припадать (γούνατά τινος Hom., Aesch.);
4 подступать, постигать, овладевать, охватывать: μέγα πένθος Ἀχαιΐδα γαῖαν ἱκάνει Hom. великое горе постигает ахейскую землю; ὅτε μιν γλυκὺς ὕπνος ἱκάνοι Hom. когда его охватывал сладкий сон; τάφος οἱ ἦτορ ἵκανεν Hom. недоумение проникло в ее душу.

Greek (Liddell-Scott)

ἱκάνω: ῐκᾱ: παρατ. ἵκᾱνον ῑ ἔνεκα τῆς αὐξήσ., εὔχρηστον μόνον ἐν τούτοις τοῖς χρόνοις, ὁ δὲ μέλλ., ἀόρ. καὶ πρκμ. λαμβάνονται ἐκ τοῦ ἱκνέομαι. Ἐπικ. ῥῆμα, ἐκτεταμένος τύπος τοῦ ἵκω, ἀπαντῶν ἐνιαχοῦ παρὰ Τραγ., = ἔρχομαι, ἐς Χρύσην ἵκανεν ἄγων ἱερὴν ἑκατόμβην Ἰλ. Α. 431· ἐς Σκαίας τε πύλας καὶ φηγὸν ἵκανεν Ι. 354· ἵκανε θοὰς ἐπὶ νῆας Β. 17, 168· ἀλώμενος ἐνθάδ᾿ ἱκάνω Ὀδ. Ο. 492· οὕτως, οἴκαδε Αἰσχύλ. Ἀγ. 1337· οἷ ἱκάνομεν Σοφ. Ἠλ. 8· πρὸς ἐσχατιὰν Πινδ. Ο. 3. 78· ἀλλὰ παρ᾿ Ὁμ. ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετ᾿ αἰτ., ἔρχομαι πρός τι, ἱκάνω νῆας Ἀχαιῶν Ἰλ. Ω. 501· ἱκάνεμεν ἡμέτερον δῶ Ὀδ. Δ. 139, πρβλ. 29· Ἴδην δ᾿ ἵκανον Ἰλ. Ο. 151· ἀπολ., χαίρετον· ἦ φίλοι ἄνδρες ἱκάνετον, «χαίρετε· ὄντως που ἄνδρες προσφιλεῖς παρεγένεσθε» (Θ. Γαζῆς), Ι. 197· εὖ ἱκάνεις Σοφ. Ἠλ. 1102. 2) φθάνω, ἐκτείνομαι μέχρι, ἐλάτη... δι᾿ ἠέρος αἰθέρ᾿ ἵκανεν Ἰλ. Ξ. 288· φωνὴ δὲ οἱ αἰθέρ᾿ ἵκανεν Ο. 686, πρβλ. Σ. 214, Τ. 379· ἥβης μέτρον ἱκ. Ὀδ. Σ. 217, Τ. 532. ΙΙ. μετὰ προσωπικοῦ ἀντικειμένου, συχν. ἐπὶ λυπηρῶν πραγμάτων, ἄχος κραδίην καὶ θυμὸν ἱκάνει Ἰλ. Β. 171, πρβλ. Α. 254· πένθος ἱκάνει με, ἱκάνει φρένας καὶ θυμὸν κτλ., Ὅμ.· τάφος δὲ οἱ θυμὸν ἵκ. Ὀδ. Ψ. 93· οὕτως, ἄλγος, γῆρας, δύη, κάματος, κῆδος, ὀϊζύς, μόρος, χόλος, χρείω ἱκάνει τινά· ὡσαύτως, ὅτε μιν γλυκὺς ὕπνος ἱκάνει Ἰλ. Α. 610· παλαίφατα θέσφαθ᾿ ἱκάνει με, ἐκπληροῦνται εἰς ἐμέ, Ὀδ. Ι. 507· σπανίως μετὰ δοτ., σφῶιν ἐελδομένοισιν ἵκανεν (πρβλ. ἄσμενος) Φ. 209. 2) ἐπὶ ἱκέτου, σόν τε πόσιν σά τε γούναθ’ ἱκάνω Π. 147, πρβλ. Ε. 449, Ν. 231· οὕτω, Σόλων 12. 21, Αἰσχύλ. Πέρσ. 159· πρβλ. ἱκνέομαι ΙΙ. 3. ΙΙΙ. καθ᾿ ὅμοιον τρόπον ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸ Μέσ., χρείω γὰρ ἱκάνεται Ἰλ. Κ. 118· τὰ σὰ γούναθ᾿ ἱκάνομαι Σ. 457, Ὀδ. Γ. 92, Δ. 322· οἶκον Ψ. 7, 27, κτλ.

English (Autenrieth)

(ἵκω), mid. ἱκάνομαι: come to, arrive at, reach, w. acc. of person or thing attained to, less often with prep., Il. 1.431; freq. of supplication, γούναθ' ἱκάνω, Od. 5.449; met., ‘come upon,’ ‘come home to,’ ὕπνος, θέσφατα, Κ, Od. 9.507, etc. Often with perf. signif., ‘am come to,’ Il. 9.197, Od. 6.119.

English (Slater)

ῐκᾱνω go, come πρὸς ἐσχατιὰν Θήρων ἀρεταῖσιν ἱκάνων (O. 3.43) “Αἴσονος γὰρ παῖς ἐπιχώριος οὐ ξείναν ἱκάνω γαῖαν ἄλλων” (Madvig: ἱκόμαν codd. contra metr.: ἱκοίμαν Hermann) (P. 4.118)

Greek Monotonic

ἱκάνω: [ῐκᾱ], παρατ. ἵκᾱνον (ῑ λόγω της αύξησης)· οι υπόλοιποι χρόνοι λαμβάνονται από το ἱκνέομαι·
I. εκτεταμ. τύπος του ἵκω, έρχομαι, φθάνω, σε Όμηρ., Αισχύλ.· με πρόθ. και αιτ., φθάνω, πλησιάζω προς κάτι, προσεγγίζω, ἱκάνω ἐπὶ νῆας Ἀχαιῶν, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· λέγεται για ψηλό δέντρο, φθάνω, εκτείνομαι μέχρι..., δι' ἠέρος αἰθέρ' ἵκανεν, στο ίδ.· ἥβης μέτρον ἱκάνει, έφθασε, πλησίασε τη νεανική ηλικία, σε Ομήρ. Οδ.
II. 1. με προσωπικό αντικείμενο, συχνά λέγεται για λύπη, στέρηση, ταλαιπωρία και άλλα παρόμοια, ἄχος κραδίην καὶ θυμὸν ἱκάνει, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, ἄλγος, γῆρας, δύη, κάματος, κῆδος, μόρος χόλος ἱκάνει τινά, σε Όμηρ.· παλαίφατα θέσφαθ' ἱκάνει με, εκπληρώνονται σ' εμένα, σε Ομήρ. Οδ.
2. λέγεται για ικέτη, σά τε γούναθ' ἱκάνω, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. ἱκνέομαι III. Επίσης Μέσ., χρειὼ γὰρ ἱκάνεται, στο ίδ.· τὰ σὰ γούναθ' ἱκάνομαι, σε Όμηρ.

Middle Liddell

[lengthd. form of ἵκω] [tense other than present and imperfect are supplied by ἱκνέομαι
I. to come, arrive, Hom., Aesch.: c. acc. to come to, reach, ἱκάνω νῆας Ἀχαιῶν Il., etc.; of a tall tree, δι' ἠέρος αἰθέρ' ἵκανεν Il.; ἥβης μέτρον ἱκ. reached, attained to the age of youth, Od.
II. with a person for the object, often of grief, hardship, and the like, ἄχος κραδίην καὶ θυμὸν ἱκάνει Il.; so, ἄλγος, γῆρας, κάματος, χόλος ἱκάνει τινά Hom.; παλαίφατα θέσφατ' ἱκάνει με they are fulfilled upon me, Od.
2. of a suppliant, σὰ γούνατ' ἱκάνω Il.; cf. ἱκνέομαι ΙΙΙ.
III. also in Mid., χρειὼ γὰρ ἱκάνεται Il.; τὰ σὰ γούναθ' ἱκάνομαι Hom.