ὁ, ἡ, gen. ποδος,
A going back, returning, Lyc.126, AP5.162 (Mel.); π. ἡ τύχη περιίσταται J.BJ4.1.6.
[Seite 449] ποδος, zurückgehend; παλίμπους στεῖχε, Mel. 108 (V, 165); στῆσαι παλίμπουν εἰς πάτραν, Lycophr. 126; τύχη, Ios.