παλίμπους

Revision as of 19:47, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_2)

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. ποδος,

   A going back, returning, Lyc.126, AP5.162 (Mel.); π. ἡ τύχη περιίσταται J.BJ4.1.6.

German (Pape)

[Seite 449] ποδος, zurückgehend; παλίμπους στεῖχε, Mel. 108 (V, 165); στῆσαι παλίμπουν εἰς πάτραν, Lycophr. 126; τύχη, Ios.