πονηρός, οἱ δὲ μωρός, Hsch. (leg. πρόκος or πρόκοος);
A = πτωχός, Id. (leg. προΐκτης).
[Seite 725] adv., s. προΐξ, wozu es genit. ist. – Als adj. nimmt es Hesych., προικός· πονηρός. οἱ δὲ μωρός. πτωχός.