προικός

Revision as of 19:49, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_3)

English (LSJ)

πονηρός, οἱ δὲ μωρός, Hsch. (leg. πρόκος or πρόκοος);

   A = πτωχός, Id. (leg. προΐκτης).

German (Pape)

[Seite 725] adv., s. προΐξ, wozu es genit. ist. – Als adj. nimmt es Hesych., προικός· πονηρός. οἱ δὲ μωρός. πτωχός.