α, ον,
A having a boss, bossy, ὀ. σάκεος τρύφος AP6.84 (Paul. Sil.).
[Seite 343] ον, den Nabel betreffend, nabelrund, όμ φάλιον σάκεος τρύφος, Paul. Sil. 49 (VI, 84).