τρύφος

English (LSJ)

[ῠ], εος, τό, (θρύπτω) that which is broken off, morsel, lump, Od.4.508; ἄρτου AP6.105 (Apollonid.), Anon.Hist.Oxy.1798 Fr. 44iv5 (FGrH 148p.817J.): pl., Hdt.4.181, Pherecr.108.5; κύλικος τρύφος a potsherd, Choeril.9; τ. τῆς Κῶ Str.10.5.16.

German (Pape)

[Seite 1157] τό, das Abgebrochene, Zerbrochene, das Stück, Bruchstück; Od. 4, 508, vom Fels; ἄρτου, Apollnds. 7 (VI, 105); Luc. fugit. 31 u. öfter; im plur., Her. 4, 181.

French (Bailly abrégé)

ους (τό) :
fragment, morceau, quartier ; abs. morceau de pain.
Étymologie: θρύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρύφος -εος, τό alleen zonder contr. [θρύπτω] brokstuk.

Russian (Dvoretsky)

τρύφος: εος (ῠ) τό θρύπτω
1 обломок (πέτρης Hom.);
2 ком(ок), глыба (ἁλός Her.);
3 кусок (ἄρτου Anth.).

English (Autenrieth)

εος (θρύπτω): fragment, Od. 4.508†.

Greek Monolingual

-εος και -ους, τὸ, Α
θρύμμα, κομμάτιτρύφος ἄρτου», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θρυφ- του θρύπτω «θρυμματίζω», με ανομοίωση τών δασέων + κατάλ. -ος τών σιγμόληκτων ουδ. (βλ. και λ. θρύπτω)].

Greek Monotonic

τρύφος: -εος, τό (θρύπτω), αυτό το οποίο είναι σπασμένο, τεμάχιο, θρύμμα, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

τρύφος: -εος, τό, (√ΤΡΥΦ, θρύπτω) τεμάχιον ἀπεσπασμένον, θρύμμα, τεμάχιον, Ὀδ. Δ. 508· ἄρτου Ἀνθ. Π. 6. 105· ἐν τῷ πληθ., ― Ἡρόδ. 4. 181, ναυτῶν τρύφη Φεροκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 5· κύλικος τρύφος ἀμφὶς ἐαγὸς Χοιρίλος παρ’ Ἀθην. 464Β. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τρύφος· κλάσμα ἄρτου, ἢ ξύλον καταδεδαπανημένον».

Middle Liddell

τρύφος, ος, εος, τό, θρύπτω
that which is broken off, a piece, morsel, lump, Od., Hdt.