περιθειόω

Revision as of 09:13, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_2)

German (Pape)

[Seite 576] herumgehen und durch Schwefeln reinigen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

περιθειόω: καπνίζω τι καλὼς διὰ θείου, καθαίρω, κυρίως διὰ θείου, «περιθειῶσαι· περικαθᾶραι, κυρίως θείῳ» Ἡσύχ., Φώτ.· - παρὰ Μενάνδρῳ ἐν «Δεισιδαίμονι» 1,6 ὁ Meineke διορθοῖ περιθεωσάτωσαν. - Ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 104.