περιθειόω

From LSJ

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιθειόω Medium diacritics: περιθειόω Low diacritics: περιθειόω Capitals: ΠΕΡΙΘΕΙΟΩ
Transliteration A: peritheióō Transliteration B: peritheioō Transliteration C: peritheioo Beta Code: periqeio/w

English (LSJ)

fumigate thoroughly, Hsch., Phot.; περιθεωσάτωσαν prob. in Men. 530.22.

German (Pape)

[Seite 576] herumgehen und durch Schwefeln reinigen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

περιθειόω: καπνίζω τι καλὼς διὰ θείου, καθαίρω, κυρίως διὰ θείου, «περιθειῶσαι· περικαθᾶραι, κυρίως θείῳ» Ἡσύχ., Φώτ.· - παρὰ Μενάνδρῳ ἐν «Δεισιδαίμονι» 1,6 ὁ Meineke διορθοῖ περιθεωσάτωσαν. - Ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 104.

Russian (Dvoretsky)

περιθειόω: или περιθεόω очищать кругом или окуривать серой Men.